f-curve-abstraction_.jpg

Κλείστηκα στο ασανσέρ το απόγευμα.

Έμεινα μέσα του για κάπου μισή ώρα, μέχρι να μας ανοίξουν.Ήταν και μια κοπέλα μαζί. Άγνωστη.

Πήγε να μου πιάσει κουβέντα όσο περιμέναμε. Με κούραζε μόνο.

Κανένα ενδιαφέρον. Συνέχιζε. Δεν άκουγα παρά μόνο κάτι σαν μουρμουρητό.

Έβλεπα τα χείλια της να ανοιγοκλείνουν.

Έκατσα κάτω και περίμενα. Να σταματήσει, να μας βγάλει κάποιος.Κάτι να γίνει.

Απο κει έβλεπα την πόρτα, όχι με ανυπομονησία, μάλλον με απάθεια. Και τα πόδια της κάτω απο το σκούρο παλτό. Ακόμα και τα παπούτσια της όμως τώρα δε μπορώ να τα θυμηθώ κι ας τα είχα μπροστά μου πόση ώρα.

Ξαφνικά μετά απο κάμποσο, ακούστηκε μια ανδρική φωνή απέξω. Άγνωστη και αυτή.

Η κοπέλα χαμογέλασε. Χτύπησε την πόρτα δυνατά δυο φορές και όταν κατάλαβε πως εκείνος την ακούει, φώναξε το όνομά του. Αναρωτιόμουν αν θα μπορούσαν όλα να γίνουν ακόμα πιο αργά.

«Κρατήσου νί, θα φωνάξω κάποιον και θα έρθουν αμέσως», της είπε.

Δεν κουνήθηκα καθόλου, τ’ορκίζομαι.

Εκείνη έβγαλε απο την τσάντα της ένα κραγιόν και πέρασε μπροστά απο τον καθρέφτη μια στρώση στα χείλια της. Έσιαξε τα μαλλιά της, τη φούστα της. Άνοιξε τα χείλια, τσέκαρε τα δόντια της. Χαμογέλασε.

Δεν κατάλαβα πότε ήρθαν και μας έβγαλαν. Απότομα είδα την πόρτα να ανοίγει.

Mε κοιτούσε περίεργα.

«Δεν θα βγείτε;», ρώτησε. Αυτό θυμάμαι μόνο.

«Σε λίγο», απάντησα και της έκανα νόημα να φύγει.

Απομακρύνθηκαν. Έμεινα εκεί. Δεν ξέρω πόση ώρα.

Δεν ένιωθα τα δάχτυλά μου απο το κρύο, όταν σηκώθηκα. Έτρεμα.

Μόνο ένα σκεφτόμουνα ξαφνικά, ενώ προσπαθούσα τρίβοντάς τα μεταξύ τους να τα ζεστάνω. Ένα με και χωρίς και κυρίως πολύ.

[drawing «f-curve abstraction» by dim. milonas, london]