Archives for the month of: Μαΐου, 2010

Όταν η συνάδελφος -που έρχεται στον όμιλο με το λεωφορειάκι των εκδόσεων- με ρώτησε, γιατί μου αρέσει να γράφω για αμάξια  (4 τροχοί, γκεστ), μασουλώντας την τσίχλα της ρυθμικά, συγκρατήθηκα. Όπως συγκρατήθηκα και όταν πρόσθεσε, πως οι γυναίκες δεν θα έπρεπε να οδηγούμε δια νόμου (ίσως επειδή εν μέρη συμφωνώ με αυτό το -σατανικό του κερατά- κλισέ). Ακόμα κι όταν είπε, πως είναι ασεξουέλ να σου αρέσει ο ήχος μιας μηχανής, εγώ σώπασα, γιατί είχα αρχίσει να βαριέμαι και σκέφτηκα πως αν δεν απαντήσω, θα την κάνει και θα με αφήσει με την ησυχία μου να σκαλίσω τις τσάντες που έφερε ο στυλίστας με τα ψηλοτάκουνα της σεζόν.

«Ποιος είναι ο Τίτος και τι σχέση έχει με  όλα αυτά;», ρώτησε όμως στο καπάκι.

Και υποθέτω το μετάνιωσε μετά.

Απορώ επίσης πως δεν έχω γράψει εδώ μέσα για αυτόν.  Το διορθώνω αμέσως.

_____

Όπως τρεις στις πέντε Ελληνίδες, έτσι κι εγώ, έσπευσα στα δεκαοχτώ να βγάλω δίπλωμα οδήγησης αυτοκινήτου. Με ψυχολογία απόκτησης Lower και ονειρώξεις / in another life τετ-α-κε (με μια Chevy Camaro ή ένα ταραντινικό Dodge Challenger). Άλλωστε, ήδη είχα τη βέσπα (ψιλο-ντόλτσε βίτα και στην μπαγαζιέρα οι γόβες για αλλαγή μόλις έφτανα στον προορισμό).

Μέχρι που μετακόμισα στην εχθρική σαν τον Τόνι Μοντάνα πρωτεύουσα. Και η διαδρομή Αγίας Παρασκευής – Κορωπί που έκανα κάθε πρωί, αποδείχτηκε ισότιμη έργου τζειμσμποντικού κασκαντέρ: μέσα σε τρεις μήνες μου κόστισε 750 ευρώ σε επισκευές -μεταλλικές μπάρες, βαλιτσάκι και ελαστικά- λόγω των λακκουβών μεγέθους Γκραντ Κάνυον, ένα ηρωικό πέσιμο -γιατί ως γνωστόν, όσοι κολλάνε σε δίτροχα παίρνουν bonus Borat points στο ασφάλτινο «Need For Speed», ειδικά αν ρίξουν τον αναβάτη πάνω στο ένα και μοναδικό δέντρο σε ακτίνα οκτώ χιλιομέτρων- και μονίμως στάμπες από λάδια ή λάσπες, συν χάλια μαλλί (τα Schubert σώζουν ζωές, όχι την κώμη).

Γρήγορα οδηγήθηκα προς μεγάλη χαρά του μπαμπά και του αδερφού του, στην αγορά ενός αυτοκινήτου.

Σημείωση: οι δυο προαναφερθέντες άντρες, έτρωγαν από μένα επί είκοσι χρόνια δούλεμα βάρους Ναπάλμ, επειδή είχαν εξωσυζυγικές σχέσεις^ με τα τετράτροχά τους. Που ήταν μονίμως καθαρά σαν κινητές νοσοκομειακές μονάδες της Λουκέρνης και είχαν όνομα^ η Alfa Giulietta του θείου άκουγε στο Τζούλι, το Volkswagen Bully με το χωριστό παρμπρίζ του μπαμπά, στο Κίτσος (ΚΙΤΤ+ΣΟΣ, μη τα ξαναλέμε), όπως και το Renault Super 5, στο Ρένα και το 500αρακι του στο Τζιάννι. Άλλωστε, έχει μείνει στην ιστορία ο ένδοξος αγώνας στον οποίο έτρεξε ο θείος Α. στο ράλι Θερμαϊκού και διακόσια μέτρα από την αφετηρία, προσγειώθηκε –υπερνικώντας τους νόμους της πρόσφυσης- πάνω σε δέντρο από όπου και τον κατέβασε συνεργείο (αυτή η οικογένεια έχει απίθανη σχέση με τη φύση).

Αυτοί λοιπόν, πριν καν προλάβω να ψάξω ένα αξιοπρεπές μεταχειρισμένο για να το κάνω κουδουνίστρα, πρόλαβαν -και με το επιχείρημα «το πρώτο αυτοκίνητο δεν το επιλέγεις, σε επιλέγει αυτό»- μου έφεραν με κόκκινη κορδέλα τον εδώ και δέκα επτά μήνες σύντροφό μου: ένα γαλάζιο, εντελώς συνηθισμένο Fiat Punto του 2000, 1200 κυβικών. Με extra ABS για σασπένς. Και χωρίς κόρνα προφανώς για εκπαιδευτικό σκοπό^ να εξασκηθώ στη νοηματική και τα φωτορυθμικά. Ένα –στη θεωρία- πολλά υποσχόμενο και φθηνό μικρό, μιας και ο πρώην ιδιοκτήτης του ήταν ένας ψείρας αστυνομικός με το ξεσκονόπανο και το Terowax στο χέρι.

(Αυτό που με ενθουσίασε πάνω του όμως, όταν το πρωτόδα, ήταν ένα μικρό σημάδι πίσω στο πορτμπαγκάζ του: κάτι που έμοιαζε να έγινε από σφαίρα. Σπάνια στη ζωή παίρνεις ότι βλέπεις. Ε, αυτό όμως ήταν όντως από σφαίρα. Πριν σπεύσω να πλάσω στο μυαλό ιστορίες καταδίωξης, ο συμπαθής αστυνόμος με προσγείωσε: ήτο αδέσποτη. Αλλά δεν είχε σημασία, ήδη το ήθελα κολασμένα και λίγα λεπτά μετά, το είχα).

Εννοείται πώς αφού ο μπαμπάς δεν έκανε γιο, τα γονίδια ήρθαν αυτούσια πάνω μου^ τη δεύτερη μέρα το ονόμασα Τίτο.

Κι ενώ ζούσα μια πρωτόγνωρη κολληματάρα με οτιδήποτε είχε να κάνει με αυτοκίνητα (προσπαθώντας να μπαλώσω την άγνοιά μου), αλλά κυρίως με τον Λάπο Έλκαν, θεωρώντας πώς οδηγώντας ένα Punto είχα αυτόματα συγγένεια με σύσσωμη την οικογένεια Ανιέλι, ο Τίτος πριν καν κλείσει σαράντα μέρες στα χέρια μου, μου πρόσφερε ήδη τα πρώτα υπογλώσσια. Από ένα κατασκευαστικό λάθος της Fiat, το σύστημα ηλεκτρικής υποβοήθησης τιμονιού κοκάλωσε. Φαινομενικά, για πάντα.

Το ιατρικό πόρισμα μιλούσε για πρόβλημα που όφειλε να είχε ρυθμιστεί εντός της εγγύησης και άρα από τον προηγούμενο ψείρα ιδιοκτήτη που όμως εμφανώς προτίμησε μια σύνδεση με Κάιρο. Και εμπεριείχε τις πρώτες μου άγνωστες λέξεις: κολώνα, κρεμαγιέρα. Αξίας οχτακοσίων δέκα ευρώ.

Τα ταχύρρυθμα συνεχίστηκαν τις επόμενες τρεις εβδομάδες^ τακάκια, δισκόπλακες, άκρο ντίζας, αντλία συμπλέκτη. Ρουφούσα την πληροφορία σαν σφουγγάρι. Και το βράδυ, έπαιρνα τηλέφωνο τον μοναδικό άνθρωπο που θα ένιωθε τον πόνο μου, τον Γ.. Με τον Γ. είχαμε γνωριστεί έξι χρόνια πριν, ενώ εκείνος έλιωνε στο ΜΙΤ για το διδακτορικό του πάνω στους κινητήρες για F 1. Όταν ο Τίτος άρχισε τα κορδελάκια, εκείνος πια δούλευε για την ομάδα της Toyota ως Chief Engineer και υπεύθυνος για το μονοθέσιο του Τίμο Γκλοκ (μεταξύ μας, μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που το αμάξι αποδεικνύεται καλύτερο του οδηγού).

Στις πενήντα μέρες των δοκιμασιών μου, ήρθε να με βρει. Τυπικά για να μου δείξει πέντε πράγματα, στην πραγματικότητα, για να με πεθάνει στο δούλεμα. Για μέρες με είχε σε θρανίο και την τελευταία, που είχα αρχίσει να μετανιώνω για τη φιλία μας, φύγαμε για Θεσσαλονίκη. Εκεί, σε έναν χώρο κοντά στο αεροδρόμιο Μακεδονία, ξεσπαθώσαμε σα δεκαπεντάχρονοι^ επιτόπου στροφές με πίσω κίνηση, μπαντιλίκια, τετακέ. Ήθελε να μάθω να ακούω τον κινητήρα και τι ζητάει. Μέσα σε δύο ώρες ερωτεύτηκα τον Τίτο ξανά. Πριν φύγει για Κολωνία, με έβαλε να υποσχεθώ πώς θα τηρώ τα σέρβις και θα είμαι ήσυχη. Και ο Τίτος, σα να το ‘πιασε στο φτερό, ησύχασε και αυτός για μερικούς υπέροχους μήνες.

Μέχρι τη μέρα, που θέλοντας να δείξω τις δεινές γνώσεις μου σε μια παρέα καθυστερημένων (που μου κολλούσε στα ψαλίδια της διαδρομής προς Αλκυόνη, μια ηλιόλουστη Κυριακή), βρέθηκα να κοιτάω τις πρασινάδες ανάποδα. Ο Γ. είχε ξεχάσει να μου πει, πώς στο τετ-α-κε, αν η  ρόδα βρει κάπου (έστω σε πέτρα) την ώρα που στρίβεις, θα γυρίσεις πιθανότατα τούμπα.  Εννοείται πώς με επανέφερε η οδική και όχι τα τυπάκια, ενώ για μέρες μετά δεν έβρισκα τίποτε μέσα στο μπάχαλο του πορτ μπαγκάζ. Και ο Τίτος; Την γλίτωσε με μια ανεπαίσθητη γούβα που με σφυρηλάτηση σχεδόν εξαφανίστηκε.

Και μπορεί να μη πιάνει μία μπροστά στα τετράτροχα που έρχονται για τεστ στο Κορωπί (και ενίοτε θες αντί να τα επιστρέψεις να γκαζώσεις κινηματογραφικά και να εξαφανιστείς χωρίς εξηγήσεις για πάντα μαζί τους).

Αλλά μου έδειξε τη θέση μου^ στη γωνία, σαν νήπιο (και ψοφάω).

Εκεί είμαι ακόμα.

Στο γραφείο. Μόλις κλείσαμε τεύχος.

Ήσυχα. Κανείς δεν ανοίγει τηλεόραση. Πηγαίνουμε για τσιγάρο κάτω στην καφετέρια και κανείς δε θέλει να μιλήσει. Αναστενάζουν όλοι. Όλοι σκέφτονται σε σπρεντ, σε χρηματιστηριακούς όρους που κανείς δεν γνωρίζει, όλοι είμαστε ειδικοί, σιγανά, δε χρειάζονται αναλύσεις. Πρώτες απολύσεις πριν μια εβδομάδα, στα κλεισίματα. Ήσυχες και αυτές. Όλα ήσυχα. Η Φ. πήρε μόλις με δάνειο καινούριο αμάξι. Πατάει τα κλάματα κάποια στιγμή στην τουαλέτα, την βλέπω, δε με περιμένει, ντρέπεται σταματάει, δεν προλαβαίνω να ακούσω ούτε αναφιλητό. Λέω αποτυχημένα αστειάκια για πατάτες στον κήπο, έλα μωρέ, θα φυτεύουμε και θα τρώμε. Να γελάσει. Δεν απαντάει. Χαμογελάει σαν τα άβαταρ στο τσατ.

Το βράδυ τηλέφωνο. Η μαμά λέει σε παρακαλώ να είσαι ήρεμη. «Όλα τα μπορούμε. Θα είμαστε μαζί σαν μπουνιά. Ότι θέλεις, ότι χρειαστεί, πάντα έτσι κάναμε. Έτσι και τώρα, μόνο να είσαι ήρεμη. Μαζί, ακούς». Της γελάω. Εννοείται, μαμά. Κόβουμε τη συζήτηση μαχαίρι.

Σκέφτομαι πως προτιμώ να κλείσω άλλο ένα τεύχος με την ομάδα. Δώδεκα και δεκατρείς ώρες στο γραφείο πάνω από όμορφες φωτογραφίες και ορθογραφικά λάθη είναι βολικό. Μετά πας σπίτι και πέφτεις ξερός για ύπνο. Το λέει και η Φ. και ο Μ..

Παίρνει τηλέφωνο η Α.. Δεν είναι καλά, με το ζόρι βγαίνει η φωνή της. Θέλεις να έρθω; Ρωτάω. Θέλει ησυχία. Η μόνη που θέλει ησυχία. Οι υπόλοιποι πνιγόμαστε από ησυχία. Μετά από λίγο σκέφτεται. Ακούμε η μια την ανάσα της άλλης στο ακουστικό. «Συσπείρωση. Θα έρθεις να μείνεις σε μένα. Όλα δια δύο. Να είμαστε δίπλα. Μαζί. Δε γίνεται χώρια, θα τρελαθούμε. Φαγάκι δια δύο. Όταν θα έχουμε, βόλτα έξω, κι όταν όχι, με κρασάκι στην αυλή, να μυρίζουμε τα γιασεμιά και να βουτάμε κρυφά στην πισίνα δίπλα. Και αν μπορέσουμε, θα πάμε κάπου το καλοκαίρι. Λίγες μέρες, ένα αμάξι, ένας υπνόσακος, μαζί. Μαζί. Το ξαναλέει και θέλει να βάλει τα κλάματα, το ακούω, αλλά δεν το κάνει. Παίρνει βαθιά ανάσα. Να ξεσπάς, μου λέει. Να μάθω να ξεσπάω κι εγώ. Χαμόγελο άβαταρ, ρε όλα καλά, ρε, καληνύχτα.

Και μετά πρησμένοι αδένες. Εξετάσεις. Όχι καλές. Όχι καθαρές, αλλά όχι ξεκάθαρες. Λευκά αυξημένα χωρίς λόγο. Πυρετός ακατέβατος. Χωρίς λόγο. Πρήξιμο περίεργο, χωρίς λόγο. Παθολόγος λέει λέξη που δεν θέλω να ακούσω, σπάει τη δική μου ησυχία. Δε μπορώ να κοιμηθώ το βράδυ. Εκκωφαντικές παρανοικές σκέψεις. Τι θα έκανα αν δεν υπήρχε χρόνος; Όλη νύχτα γράφω στο μπλε τετράδιο τι να κάνω.

Να μη το μάθει κανείς στη δουλειά. Να μη το μάθει η μαμά. Να μη το μάθει ο Σ.. Να πουλήσω το αμάξι και να στείλω τον Φρο στη μαμά. Να πάρω αναλυτικό από το δάνειο. Τι μένει. Να πάω κάπου με την Α. και τη Λ. και να τους το πω εκεί. Δε θέλω πανικούς, να ξέρουν, να μη ρωτάνε, να βάλουμε ένα πρόγραμμα. Δε φοβάμαι, περίεργο, πάντα νόμιζα ότι θα φοβάμαι. Τώρα λυπάμαι μόνο. Λέω, κρίμα.

Υπέρηχοι, ακτίνες. Και βρίσκουμε τον κρυφό φρονιμήτη. Και ξεκαθαρίζουν όλα. Και τα λευκά και οι αδένες, χαρά.  Ήθελε ξαφνικά να βγει. Αλλά κάθετα. Δε γίνεται κάθετα. Τριάντα εννιά πυρετός. Και γναθοχειρούργος. Γλυκός. Έξω ξεκινά η μεγάλη απεργία και η ακόμα μεγαλύτερη πορεία των εκατό χιλιάδων και, και μέσα αυτός και εγώ, χαρούμενη. Δεν απεργείτε, ευτυχώς. Μα πρέπει να γίνουν τα χειρουργεία. Μένω μόνος εδώ. Και μετά μου δίνει το δόντι στο χέρι, πονάω και δάκρυα, γελάει, «Ρίξτο στα κεραμίδια, και κάνε πιο πριν ευχή». Σκέφτομαι το μπλε τετράδιο, πόσο μαλάκας είμαι, με κοροιδεύω.

Η μέθη κρατάει λίγο. Φτάνω σπίτι, βγαίνω να το πετάξω στα κεραμίδια, αλλά σκέφτομαι πως είναι μια μόνο ευχή, πρέπει να αποφασίσω σοφά πριν το ρίξω, μετά δεν έχει επιστροφή. Να το σκεφτώ λίγο. Πετάω όμως το τετράδιο το μπλε -δε χρειάζεται τίποτε να τακτοποιηθεί ψύχραιμα. Γιατί τίποτε δε συμβαίνει.

Ανοίγω τουίτερ. Κατεβάζω μετά από ιδέα κάποιου το «Subway» του Besson, θυμάμαι τον Κριστόφ Λαμπέρ και είμαι πάλι δεκαπέντε με έρωτα χαιλαντερικό. Τρώω παγωτό Ρόκετ. Μουδιάζει το στόμα, είναι ωραίο συναίσθημα. Μουδιάζει και ο πόνος.

Στην τηλεόραση παίζει χωρίς ήχο ελληνική ταινία. Και κάποιος γράφει τουίτ –μέσα σε δεκάδες άλλα ψιλοκομματικά και ψιλοψαγμένα και ψιλοαναρχικά- για νεκρό. Πριν μπω στο BBC γίνονται δύο και μέσα σε μισή ώρα τρεις. Η ΕΣΗΕΑ αναστέλλει την απεργία, λίγα λεπτά αφού το ΣΚΑΙ βγάζει έκτακτο δελτίο.

Μουδιάζει το μυαλό μου. Τρώω μηχανικά δεύτερο Ρόκετ. Μουδιάζει και το στόμα ξανά. Δε μπορώ να μιλήσω. Έτσι κι αλλιώς δε μπορώ να μιλήσω. Σε ποιον και τι.

Στέλνω μηνύματα σε Φ. και Γ., Λ. και Α. να φύγουν από το κέντρο. Δε ξέρουν τίποτε, μουδιάζουν και αυτοί.

Η τηλεόραση δείχνει για ώρες πλάνα, μουδιάζουν όλοι. Τρεις νεκροί και διαφήμιση για αριέλ γουάιτενινγκ. Δεν πιάνει θέση στη σκέψη, δεν έχει όγκο. Στη γειτονιά ακούγεται από το φαστφουντάδικο απέναντι το έκτακτο στη διαπασών. Ησυχία. Οι εκφωνητές λένε πληροφορίες. Αλλά όλοι έχουν μείνει μουδιασμένοι στις 2 και μισή. Κι ας είναι πια έξι.

Πίνω παγωμένο χυμό. Να μείνει το μούδιασμα. Που μένει. Όλοι δείχνουν με δείκτες τεντωμένους ποιος φταίει. Αλλά οι δείκτες είναι πολλοί. Και ξεχνάν ότι τα άλλα τέσσερα δάχτυλα δείχνουν τη ρίζα του δείκτη. Πότε φτάσαμε εδώ. Τι προσπεράσαμε στη διαδρομή. Που στρίψαμε λάθος ρε φίλε. Τώρα ντρέπομαι.

Ακόμα ησυχία. Ακούω τον σκύλο που πίνει νερό έξω.

Και ξαφνικά ο ήσυχος του τρίτου. Διαπερνάει όλη τη γειτονιά. «Ε, άσε με πια να πάρω ανάσα, να μιλήσω». Και βγήκαμε όλοι στα μπαλκόνια. Όχι με θυμό. Θαρρείς κι αν άρχιζε ο γέρος, θα παίρναμε σειρά όλοι μετά. Να πάρουμε ανάσα, να μιλήσουμε όλοι. Αλλά μπα. Τίποτα.

Και μετά πάλι επιστροφή στο σαλόνι, μπροστά στην τηλεόραση και ησυχία. Παγωμένες κομπρέσες, μεζουλίντ και γιαούρτι βελουτέ.

Στην τηλεόραση λένε πώς είμαστε εμείς και αυτοί. Το αξίωμα του Κόναν. Και δεν περιμένουν πια τίποτα.

Και τώρα φοβάμαι νομίζω. Γιατί δεν ξέρω ποιοι είναι οι άλλοι και ποιος μπορεί να οριοθετήσει το νέο αξίωμα. Αλλά δε μπορώ να το σκεφτώ άλλο, αλλάζω σκέψη με τηλεκοντρόλ. Χρειάζομαι παγωτό, άδειασε ο καταψύκτης. Κατεβαίνω στο περίπτερο, μου κερνάει τα επόμενα δύο Ρόκετ γελώντας δυσανάλογα δυνατά για ένα φουσκωμένο μάγουλο, κοκκινίζω.  Ανεπαίσθητο μαζί. Εσύ παγωτό να μουδιάσει, εγώ ξέσπασμα. Δεν υπάρχει εμείς και αυτοί. Νέο αξίωμα, μαζί.