Στο γραφείο. Μόλις κλείσαμε τεύχος.

Ήσυχα. Κανείς δεν ανοίγει τηλεόραση. Πηγαίνουμε για τσιγάρο κάτω στην καφετέρια και κανείς δε θέλει να μιλήσει. Αναστενάζουν όλοι. Όλοι σκέφτονται σε σπρεντ, σε χρηματιστηριακούς όρους που κανείς δεν γνωρίζει, όλοι είμαστε ειδικοί, σιγανά, δε χρειάζονται αναλύσεις. Πρώτες απολύσεις πριν μια εβδομάδα, στα κλεισίματα. Ήσυχες και αυτές. Όλα ήσυχα. Η Φ. πήρε μόλις με δάνειο καινούριο αμάξι. Πατάει τα κλάματα κάποια στιγμή στην τουαλέτα, την βλέπω, δε με περιμένει, ντρέπεται σταματάει, δεν προλαβαίνω να ακούσω ούτε αναφιλητό. Λέω αποτυχημένα αστειάκια για πατάτες στον κήπο, έλα μωρέ, θα φυτεύουμε και θα τρώμε. Να γελάσει. Δεν απαντάει. Χαμογελάει σαν τα άβαταρ στο τσατ.

Το βράδυ τηλέφωνο. Η μαμά λέει σε παρακαλώ να είσαι ήρεμη. «Όλα τα μπορούμε. Θα είμαστε μαζί σαν μπουνιά. Ότι θέλεις, ότι χρειαστεί, πάντα έτσι κάναμε. Έτσι και τώρα, μόνο να είσαι ήρεμη. Μαζί, ακούς». Της γελάω. Εννοείται, μαμά. Κόβουμε τη συζήτηση μαχαίρι.

Σκέφτομαι πως προτιμώ να κλείσω άλλο ένα τεύχος με την ομάδα. Δώδεκα και δεκατρείς ώρες στο γραφείο πάνω από όμορφες φωτογραφίες και ορθογραφικά λάθη είναι βολικό. Μετά πας σπίτι και πέφτεις ξερός για ύπνο. Το λέει και η Φ. και ο Μ..

Παίρνει τηλέφωνο η Α.. Δεν είναι καλά, με το ζόρι βγαίνει η φωνή της. Θέλεις να έρθω; Ρωτάω. Θέλει ησυχία. Η μόνη που θέλει ησυχία. Οι υπόλοιποι πνιγόμαστε από ησυχία. Μετά από λίγο σκέφτεται. Ακούμε η μια την ανάσα της άλλης στο ακουστικό. «Συσπείρωση. Θα έρθεις να μείνεις σε μένα. Όλα δια δύο. Να είμαστε δίπλα. Μαζί. Δε γίνεται χώρια, θα τρελαθούμε. Φαγάκι δια δύο. Όταν θα έχουμε, βόλτα έξω, κι όταν όχι, με κρασάκι στην αυλή, να μυρίζουμε τα γιασεμιά και να βουτάμε κρυφά στην πισίνα δίπλα. Και αν μπορέσουμε, θα πάμε κάπου το καλοκαίρι. Λίγες μέρες, ένα αμάξι, ένας υπνόσακος, μαζί. Μαζί. Το ξαναλέει και θέλει να βάλει τα κλάματα, το ακούω, αλλά δεν το κάνει. Παίρνει βαθιά ανάσα. Να ξεσπάς, μου λέει. Να μάθω να ξεσπάω κι εγώ. Χαμόγελο άβαταρ, ρε όλα καλά, ρε, καληνύχτα.

Και μετά πρησμένοι αδένες. Εξετάσεις. Όχι καλές. Όχι καθαρές, αλλά όχι ξεκάθαρες. Λευκά αυξημένα χωρίς λόγο. Πυρετός ακατέβατος. Χωρίς λόγο. Πρήξιμο περίεργο, χωρίς λόγο. Παθολόγος λέει λέξη που δεν θέλω να ακούσω, σπάει τη δική μου ησυχία. Δε μπορώ να κοιμηθώ το βράδυ. Εκκωφαντικές παρανοικές σκέψεις. Τι θα έκανα αν δεν υπήρχε χρόνος; Όλη νύχτα γράφω στο μπλε τετράδιο τι να κάνω.

Να μη το μάθει κανείς στη δουλειά. Να μη το μάθει η μαμά. Να μη το μάθει ο Σ.. Να πουλήσω το αμάξι και να στείλω τον Φρο στη μαμά. Να πάρω αναλυτικό από το δάνειο. Τι μένει. Να πάω κάπου με την Α. και τη Λ. και να τους το πω εκεί. Δε θέλω πανικούς, να ξέρουν, να μη ρωτάνε, να βάλουμε ένα πρόγραμμα. Δε φοβάμαι, περίεργο, πάντα νόμιζα ότι θα φοβάμαι. Τώρα λυπάμαι μόνο. Λέω, κρίμα.

Υπέρηχοι, ακτίνες. Και βρίσκουμε τον κρυφό φρονιμήτη. Και ξεκαθαρίζουν όλα. Και τα λευκά και οι αδένες, χαρά.  Ήθελε ξαφνικά να βγει. Αλλά κάθετα. Δε γίνεται κάθετα. Τριάντα εννιά πυρετός. Και γναθοχειρούργος. Γλυκός. Έξω ξεκινά η μεγάλη απεργία και η ακόμα μεγαλύτερη πορεία των εκατό χιλιάδων και, και μέσα αυτός και εγώ, χαρούμενη. Δεν απεργείτε, ευτυχώς. Μα πρέπει να γίνουν τα χειρουργεία. Μένω μόνος εδώ. Και μετά μου δίνει το δόντι στο χέρι, πονάω και δάκρυα, γελάει, «Ρίξτο στα κεραμίδια, και κάνε πιο πριν ευχή». Σκέφτομαι το μπλε τετράδιο, πόσο μαλάκας είμαι, με κοροιδεύω.

Η μέθη κρατάει λίγο. Φτάνω σπίτι, βγαίνω να το πετάξω στα κεραμίδια, αλλά σκέφτομαι πως είναι μια μόνο ευχή, πρέπει να αποφασίσω σοφά πριν το ρίξω, μετά δεν έχει επιστροφή. Να το σκεφτώ λίγο. Πετάω όμως το τετράδιο το μπλε -δε χρειάζεται τίποτε να τακτοποιηθεί ψύχραιμα. Γιατί τίποτε δε συμβαίνει.

Ανοίγω τουίτερ. Κατεβάζω μετά από ιδέα κάποιου το «Subway» του Besson, θυμάμαι τον Κριστόφ Λαμπέρ και είμαι πάλι δεκαπέντε με έρωτα χαιλαντερικό. Τρώω παγωτό Ρόκετ. Μουδιάζει το στόμα, είναι ωραίο συναίσθημα. Μουδιάζει και ο πόνος.

Στην τηλεόραση παίζει χωρίς ήχο ελληνική ταινία. Και κάποιος γράφει τουίτ –μέσα σε δεκάδες άλλα ψιλοκομματικά και ψιλοψαγμένα και ψιλοαναρχικά- για νεκρό. Πριν μπω στο BBC γίνονται δύο και μέσα σε μισή ώρα τρεις. Η ΕΣΗΕΑ αναστέλλει την απεργία, λίγα λεπτά αφού το ΣΚΑΙ βγάζει έκτακτο δελτίο.

Μουδιάζει το μυαλό μου. Τρώω μηχανικά δεύτερο Ρόκετ. Μουδιάζει και το στόμα ξανά. Δε μπορώ να μιλήσω. Έτσι κι αλλιώς δε μπορώ να μιλήσω. Σε ποιον και τι.

Στέλνω μηνύματα σε Φ. και Γ., Λ. και Α. να φύγουν από το κέντρο. Δε ξέρουν τίποτε, μουδιάζουν και αυτοί.

Η τηλεόραση δείχνει για ώρες πλάνα, μουδιάζουν όλοι. Τρεις νεκροί και διαφήμιση για αριέλ γουάιτενινγκ. Δεν πιάνει θέση στη σκέψη, δεν έχει όγκο. Στη γειτονιά ακούγεται από το φαστφουντάδικο απέναντι το έκτακτο στη διαπασών. Ησυχία. Οι εκφωνητές λένε πληροφορίες. Αλλά όλοι έχουν μείνει μουδιασμένοι στις 2 και μισή. Κι ας είναι πια έξι.

Πίνω παγωμένο χυμό. Να μείνει το μούδιασμα. Που μένει. Όλοι δείχνουν με δείκτες τεντωμένους ποιος φταίει. Αλλά οι δείκτες είναι πολλοί. Και ξεχνάν ότι τα άλλα τέσσερα δάχτυλα δείχνουν τη ρίζα του δείκτη. Πότε φτάσαμε εδώ. Τι προσπεράσαμε στη διαδρομή. Που στρίψαμε λάθος ρε φίλε. Τώρα ντρέπομαι.

Ακόμα ησυχία. Ακούω τον σκύλο που πίνει νερό έξω.

Και ξαφνικά ο ήσυχος του τρίτου. Διαπερνάει όλη τη γειτονιά. «Ε, άσε με πια να πάρω ανάσα, να μιλήσω». Και βγήκαμε όλοι στα μπαλκόνια. Όχι με θυμό. Θαρρείς κι αν άρχιζε ο γέρος, θα παίρναμε σειρά όλοι μετά. Να πάρουμε ανάσα, να μιλήσουμε όλοι. Αλλά μπα. Τίποτα.

Και μετά πάλι επιστροφή στο σαλόνι, μπροστά στην τηλεόραση και ησυχία. Παγωμένες κομπρέσες, μεζουλίντ και γιαούρτι βελουτέ.

Στην τηλεόραση λένε πώς είμαστε εμείς και αυτοί. Το αξίωμα του Κόναν. Και δεν περιμένουν πια τίποτα.

Και τώρα φοβάμαι νομίζω. Γιατί δεν ξέρω ποιοι είναι οι άλλοι και ποιος μπορεί να οριοθετήσει το νέο αξίωμα. Αλλά δε μπορώ να το σκεφτώ άλλο, αλλάζω σκέψη με τηλεκοντρόλ. Χρειάζομαι παγωτό, άδειασε ο καταψύκτης. Κατεβαίνω στο περίπτερο, μου κερνάει τα επόμενα δύο Ρόκετ γελώντας δυσανάλογα δυνατά για ένα φουσκωμένο μάγουλο, κοκκινίζω.  Ανεπαίσθητο μαζί. Εσύ παγωτό να μουδιάσει, εγώ ξέσπασμα. Δεν υπάρχει εμείς και αυτοί. Νέο αξίωμα, μαζί.