Cigarette

Ιούλιος 1993.

Ο Γ. είναι μεγάλος έρωτας. Kατάξανθος με γαλάζια μάτια, βέρι Μακουήν, όλα τα κορίτσια τρέχουν πίσω του, βαράνε σκοπιά να τον δουν να περνά, του γράφουν γράμματα, καραούλι για μια του λέξη, απίστευτα ανόητα κορίτσια. Αγαπιόμαστε πολύ. Είναι ο αδερφός που θέλω να έχω, έναν χρόνο μεγαλύτερος και εντελώς Μαγκάιβερ. Μοιραζόμαστε ίδιο αίμα. Δυο εβδομάδες, όπως κάθε καλοκαίρι στο χωριό μαζί. Μέσα στα χωράφια, τους βάλτους, να κάνουμε σουβλάκι με βατράχια περνώντας τα απο καλάμια τεράστια, ποιος θα προλάβει πιο γρήγορα, νικητής, με ποδήλατο ή χωρίς. Καμιά φορά με κλεμμένο μηχανάκι, μου μαθαίνει να κάνω σούζα, να φρενάρω και να σηκώνεται η πίσω ρόδα. Όποτε πέφτω με σηκώνει. Εκείνος δεν πέφτει ποτέ. Μαυρισμένοι σαν τσιγγάνοι με μονίμως σκασμένα χείλια και πόδια γδαρμένα.

Προτελευταίο βράδυ, μεσάνυχτα, και «μόλις κοιμηθούν όλοι πάμε στην πόλη, με το ποδήλατο, θα οδηγώ εγώ που έχω δύναμη, εσύ κάτσε στο τιμόνι, αλλά να είμαστε ντυμένοι κάτω απο τα σεντόνια, έτοιμοι και θα γυρίσουμε πριν την αυγή, πριν ξυπνήσουν».

Κριάρι Πεζό και πονάει το τιμόνι στον πισινό, αλλά φεύγουμε, σκοτάδι, δε βλέπουμε τίποτε, περνάμε μέσα απο το χωριό, χωράφια, βγαίνουμε στον κεντρικό, ακούραστος κάνει πεντάλ. Λίγα μέτρα πριν το μεγάλο κλαμπ το κρύβουμε πίσω απο τους θάμνους, προσεκτικά, να μη φαίνεται. Σιάχνω το φόρεμα, σκουπίζει το μέτωπο. Βλέπει το φόρεμα, είναι με μανίκια. Κάνει κρατς και σκίζει τα μανίκια. «Καλύτερα».

Παίρνει το χέρι μου και το βάζει στην τσέπη του, λίγο πριν μπούμε μέσα. Ένα πακέτο Κορντίνα.  «Έχω και αναπτήρα και ένα πεντοχίλιαρο».

Παραγγέλνουμε Β52 γιατί ακούγεται μαγκιόρικο. Ανάβει ένα, ενώ εγώ παλεύω με τον αέρα, το γκρι φουστάνι, τα μαλλιά, το λιποζάν. Όλες φοράνε γόβες μυτερές, εγώ σουπέργκα πάνινα, έχουν και ροδιές επάνω. Πρώτη τζούρα και ζάλη.  Τη δεύτερη την βγάζω φέικ. Καλύτερα έτσι. Παίζω με τα μαλλιά όπως τα πολύχρωμα κορίτσια γύρω. Στέκομαι όπως εκείνες. Προσπαθώ. Με σκουντάει να σταματήσω, «βλακείες», λέει. Στην τουαλέτα δίπλα σε εκείνη που βάζει κόκκινο κραγιόν, ρίχνω νερό στα μαλλιά να τα κολλήσω κάπως πίσω, με το ένα κορδόνι απο τα παπούτσια τα πιάνω, όπως η Σαντέ. Νομίζω πως είμαι ίδια.

Ως τις πέντε έχουμε πιει απο δυο Β52, έχουμε κόκκινα μάτια, μου δείχνει πως να το σβήνω με το παπούτσι, χωρίς να λερώσω τη μύτη ή να το κάνω νιανιά. Το πακέτο τελειώνει. Και πάμε να φύγουμε γρήγορα, ξημερώνει. Βιάσου.

Στην έξοδο ο μεγάλος αδερφός Ν. με γκόμενα κρυφή, δεν είναι η Ρ.,  με εξώπλατο φόρεμα, χάλια πρόσωπο, είναι πιο άσχημη απο τη Ρ., μα είναι χαζός, αλλά έχει τέλεια πόδια με ένα ενδιαφέρον σημάδι και πεθαίνω τελικά για σημάδια στο σώμα, που προσπαθείς να φανταστείς πως έγιναν και πάντα το σενάριο είναι καλύτερο, και ντροπή. Σημάδι με το δάχτυλο στα χείλια «σουτ». Όλοι ταυτόχρονα. Και γέλια.  «Εμείς, να, ξέρεις, δεν».

_______________________

Ιούνιος 1995.

Η Φ. είναι το πιο κουλ κορίτσι του σχολείου. Φοράει περφέκτο το χειμώνα και δε βγάζει ποτέ τα τζιν. Η μαμά της, της αγοράζει Τίμπερλαντ, τα λέει «φώκιες » και τα κρύβει στη ντουλάπα. Καπνίζει συνέχεια στα κρυφά, πίσω στη γωνία, τη βλέπω, με ενδιαφέρει πολύ. Έχει μαλλιά σαν της Μία Γουάλας. Βρωμόστομα και φακίδες. Όταν μιλάει κουνάει τον δείκτη. Εγώ υπακούω, σχεδόν. Πίσω στη γωνία, μου δίνει ένα Ντάβιντοφ σκούρο. Διαβάζει Κέρουακ, εγώ Μαν, ακούει Νιρβάνα και Τσίλι Πέπερς, εγώ Στέρεο Εμσίζ. Το επόμενο Σαββατοκύριακο, μου λέει να πάμε με το λεωφορείο της γραμμής στο ξενοδοχείο της γιαγιάς της, στην Αγία Τριάδα, πρώτο στη θάλασσα. Νεκρή σεζόν και με δικό μας δωμάτιο, σαν πελάτες.

Ένα βράδυ κάφτρες στο σκοτάδι, πεινάω πολύ, αλλά δεν κάνει να φάμε τίποτε λέει γιατί αύριο θα βάλει μαγιό, περίεργο, γιατί να μη φάει, αναρωτιέμαι, φοράει δαντελωτά μαύρα στρινγκ, μα πως μπορεί, τελείως άβολα, φυσικά κοροιδεύει τα δικά μου βαμβακερά λευκά κάλβιν που είναι αγορίστικα (μου έφερε η θεία μια ντουζίνα απο Αμερική μπερδεύοντας τα κουτιά ή τα ανίψια), έλεος λέει, με μπερδεύει κι άλλο επειδή θυμάται περίεργους στίχους απέξω, δεν καταλαβαίνω πολλά, μόνο ότι θέλω να είμαι έτσι, πολύ κουλ, θέλει κι αυτή βέσπα, της υπόσχομαι μαθήματα, τα έχει με τον Μιχάλη που κάνουν συ-νέ-χει-α μαζί κοπάνα στο απέναντι καφέ και πίνουν σκέτους φραπέ και κάνουν συ-νέ-χει-α παιχνίδι (που οδηγεί ένα Πασάτ), εγώ με τον Κώστα που καμιά φορά κάνουμε κοπάνα μαζί, πηγαίνουμε στον Μπαξέ  και μ’ ανεβάζει στη σανίδα όταν η θάλασσα είναι λάδι  (και οδηγεί ένα Σαμουράι που μυρίζει Μπανάνα Μπόουτ αντιηλιακό), είναι φίλοι, πόσο βολικό. Θέλει να κάνει σεξ μαζί του, στρώνει σχέδιο. Εσύ θα πεις ότι είσαι σε μένα, εγώ σε σένα. Και οι δυο θα βρεθούμε εκεί. Χαζή, θα είναι εύκολο, εσύ στο δίπλα δωμάτιο. Μαζί. Αυτό θα είναι κουλ. Με πείθει. Να τελειώνουμε με αυτό. Γιατί μετά θέλει τον Χ. και να ξέρει όσα πρέπει.

Η γιαγιά σιγοπερπατά, τσεκάρει, αλλά είναι ημίτυφλη, δε βλέπει τις κάφτρες ούτε το κλεμμένο μπουκάλι Τζιμ Μπιμ. Η Φ. δε θέλει ύπνο αγκαλιά, εγώ θέλω, με σπρώχνει πιο εκεί, δεν είμαστε μωρά, αυτό δεν είναι κουλ.

Την επομένη ήλιος και η Φ. βαμπίρ στη σκιά. Μόνη στη θάλασσα.

Και τρεις νύχτες μετά η σκέψη στο δίπλα δωμάτιο. Χορογραφημένα όλα, κάθε κίνηση. Θα του πω, θα μου πει, θα κάνει, θα ράνει, εγώ. Εκείνη όμως το κάνει; Απορία. Και δεν ακούγεται τίποτε, μόνο Τζέιμς απο το φορητό στο δίπλα δωμάτιο. Ολ μεσντ απ. Ακολουθεί το σχέδιο;

Φιλιά πολύ νόστιμα με γεύση πεπόνι, αστεία χάδια, ναι εκεί,  σκέφτομαι ασταμάτητα, μη φεύγεις απο εκεί, γουάου ξέρει ότι εκεί,  έφυγες όμως, γαμώτο μη σκέφτεσαι τίποτα, σκέφτομαι, και τώρα πότε θα τελειώσει, εντάξει σε λάθος μέρος είναι τα χέρια σου πια, οκέι, περίπου βαρετό. Μετά απορημένη θέλω τσιγάρο. Όπως στις ταινίες. Αλλά δε μ’ αφήνει. Παίρνει το πακέτο και το πετάει. Πρέπει να περιμένω την Φ. να βγει, να πάρω ένα απο τα δικά της, θυμώνω. Λίγο.

Μετά, το έκανες; Το έκανα. Και σιγά. Αλλά μη το πεις σε κανέναν.  Και εκείνη απρόσμενα, (μη κουλ) δάκρυα. Μα. Εκείνη δεν.

_______________________

Δεκέμβριος 1995.

Κρύβω το δικό μου πακέτο Μουράτι όποτε γυρίζω απο το φροντιστήριο στο μεταλλικό κουτί κάτω απο τα γραμματοκιβώτια, πίσω απο τα παλιά κιτρινισμένα διαφημιστικά που το συνεργείο δε λέει να καθαρίσει και δεν πιάνει απο τη λίγδα κανείς. Ο Σ. μόνο ξέρει που είναι, σε περίπτωση που ξεμείνει από Πρινς. Κάθε απόγευμα ραντεβού κάτω και ένα στην υπόγεια σκάλα στα όρθια και κρυφά. Καμιά φορά και δυο απανωτά. Αυτά. Γκόμενα; Όχι. Γκόμενος; Όχι. Δίνεις μάθημα; Και ήσυχα, έρχεται ο κυρ Μιχάλης. Αν χαλάσει το ασανσέρ, εδώ θα έρθουν, φακ, θα μας δουν, θα μυρίσουν τον καπνό, πρέπει αλλού. Κι αν πάρει η δικιά σου τη δικιά μου και μιλήσουν; Αν δει οτι δεν είμαστε σε κανένα απο τα δυο σπίτια; Θα ανοίξουν τις εξώπορτες. Φακ. Διπλό φακ. Και φιλί πεταχτό στα χείλια τσιγαρένιο, ραντεβού αύριο. Μ’ αγαπάς ε; Ναι, elefant shoe. Αλλά εκείνες να που ποτέ δεν.

__________________________