Surf Board

Ξημερώματα Σαββάτου σπίτι. Στη βεράντα με μακαρονάδα πέστο και κρύα μπίρα. Και Beloved. Ωραία ησυχία.

Ύπνος στην ξαπλώστρα, κάμπινγκ σπίτι. Κρίμα να μην είναι απο άμμο το (αχώνευτο) μάρμαρο κάτω απο την πατούσα. Και μετά, το πρωί,  πιάνει η θεικότερη μπόρα, μούσκεμα όλα, ξυπνάω στάζοντας και τρέχω στην κουζίνα για καφέ, δε λειτουργεί το ρεύμα, με γκαζάκι. Κάποιος παίζει Μπάρι Άνταμσον κάπου, ακούγεται repeatedly ανάμεσα στους κεραυνούς το Somethin’ wicked this way comes.

_________

[Καιρό πριν]

Έρχομαι τώρα. Μεσάνυχτα. Εν ίντρεστινγκ γκάι.

Βότκα λάθος με λεμόνι. Βάλε άλλη, έχεις; Χωρίς λεμόνι. Σχολιάζει τα πάντα. Μάλλον δεν του αρέσει το σπίτι. Τον τσατίζει η φωτό στο ψυγείο της Φρειδερίκης. Έχει πιει. Δε πειράζει. Κι εγώ.

Θέλω να πηδηχτούμε, τι του παίρνει τόση ώρα. Την κάνω γαργάρα. Για όλα. Ακούω και δεν ακούω. Κάτι λέει για μουσική, για φεστιβάλ; Κάτι τέτοιο, κι εσύ Θεσσαλονικιά, ναι, συγχαρητήρια, το λέμε δέκατη πέμπτη φορά, μα δε βαρέθηκε, τα ίδια αστειάκια, είμαι ερωτευμένος μαζί σου. Μπαρούφες σικέ, αλλά αν έτσι θέλει, σόου μπι ιτ. Αλήθεια; Τον τσιγκλάω στο καβάλο. Ανεβαίνω πάνω του, φιλί. Δεν έχει ωραία γεύση. Ούτε καν στη μέση το ποτήρι. Πάμε; Επιτέλους.

Mιλιά, χαιδολόγημα μουγκό. Βαριέμαι λίγο. Δεν τον βλέπω στο σκοτάδι. Που και που μόνο.

Θέλω να σε δω να χύνεις ασταμάτητα μωρό μου.

Αλλά ξαφνικά είναι αργά, δεν τον θέλω καν πάνω μου. Τώρα θέλω ένα ποτό, οτιδήποτε και να φύγει.

Ησυχία. Μέχρι να βάλω πάγο τον ακούω. Χι τζερκς οφ. Παθέτικ. Αλλά αδιάφορο. Κοιμάται με τη μία καπάκι.  Θέλω να φύγει. Τον σκουντάω. Να ξυπνήσει. Δεν καταλαβαίνει Χριστό. Μου τη σπάει η ανάσα του. Κουνιούνται ρυθμικά τα χέιλια του. Δεν ροχαλίζει, αλλά περίπου. Μου τη σπάει το δέρμα του απο τα γένια. Ημερών. Οτι είναι γυμνός στο κρεβάτι μου. Τα ρούχα του πεταμένα παντού. Μου τη σπάει.Μα μποτίνια, τιράντες και πουκάμισο με μακρύ μανίκι με τόση ζέστη; Μου τη σπάει και αυτό.

Σκουντάω ξανά. Δεν ξυπνάει, λέει μωρό μου και με αγκαλιάζει. Άσθμα. Δεν παίρνω ανάσα.

Πάω στο μπαλκόνι. Σκοτάδι ακόμα. Ξημέρωσε γαμώτο μου να πάει στο διάολο. Γαμώ τη μαλακία μου.

Ακόμα ένα ποτό. Και ξαφνικά νυστάζω γνήσια. Κλείνουν τα μάτια. Επιτέλους. Επιστρέφω στο κρεβάτι, δίπλα του.

Πάλι αγκαλιά. Αλλά τώρα τη θέλω. Εϊναι οκ. Κουταλάκι και ύπνος, θεέ είναι ψηλός τελικά.

Λίγο μετά ξυπνάω, ύπνο με αγκαλιά τέτοια δε θες πολύ, λίγο αρκεί να μη σκουριάσουν οι κλειδώσεις. Θέλω καφέ. Του φτιάχνω. Δε θέλει. Σκέφτομαι θα φύγει. Μιλάει ασταμάτητα στο τηλέφωνο.

Στην πόρτα φιλί. Έχω αμηχανία περιέργως. Λέω τα λέμε το βράδυ. Ευτυχώς το παίζει το παραμύθι, δε μου τη λέει, απαντάει απλά ναι. Ήταν ωραία. Πολύ. Μάλλον δε θυμάται. Ναι, λέω. Στο αφτί μουρμουρίζει, θέλω να χύνεις κάθε φορά όπως χτες. Τι λέει; Ναι, απαντάω. (σκέφτομαι, τέλεια, μπορεί να μπορούμε να είμαστε φίλοι που δίνουν όταν συναντιούνται μεθυσμένοι πεταχτά φιλιά, μα είναι τόσο κουλ και  ίντρεστινγκ γκάι, τι καλά δε θυμάται Χριστό).

_________

Η Λ. λέει ότι υπάρχουν άνθρωποι με λάισενς του κιλ, εγώ δεν το ‘χω, βγαίνει άτσαλα. Ξέρω τι εννοεί. Αλλά γελάω ένιγουει με την ατάκα. Και εκείνη έτσι ήταν. Μέχρι που ένιωσε την κάννη πάνω της. Όταν πήρε φίντμπακ. Και είδε ότι μπορεί τελικά και να έχανε και επέστρεψε έτσι την άδεια. Αλλά τότε λέει, δεν το καταλάβαινε. Έφευγε ευτυχισμένη. Ή μάλλον ικανοποιημένη. Μεγάλο δείπνο, γκράντε κινήσεις, πλουσιοπάροχα όλα, στιλάτα βράδια ρόλων,  μέχρι το σεξ και μετά φίου.

________

Ποτό αργά χτες βράδυ στην Καρύτση με Λ.. Πάλι. Σε τραπέζι έξω με τσιγάρα, μοχίτο και μπρουσκέτες. Κουρασμένη απο τον πανέξυπνο και ζόρικο εξάχρονο πιτσιρικά της (παρθένος, τι περιμένεις, λέει με αναστεναγμό), αλλά ευτυχισμένη. Με το ζόρι κρατάει τα μάτια της ανοιχτά, αλλά θέλει να ακούσει. Πες την εβδομάδα σου. Και μετά για διακοπές. Που θα πάμε. Θα πας και κάπου μόνη; Ίσως. Μπορεί για σερφ. Αλλά θα γίνω ρόμπα, έχω να κάνω χρόνια. Δεν ξέρω. Πονάνε και τα γόνατά μου, όποτε κάνω ποδήλατο, δεν είναι καλό σημάδι. Βασικά κωλώνω. Δε θυμάται να της μίλησα για σερφ ποτέ. Της λέω, αυτές τις μέρες το θυμήθηκα, το λαχτάρησα.  Φαίνεται. Με ρωτάει να της πω πότε ξεκίνησα. Της αρέσουν τα πανιά και οι σανίδες μες στη θάλασσα, αλλά βαριόταν λέει όταν πήγε στη Χρυσή Ακτή, μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι πανιά. Σούπερ, χαζογελάω.

Πρώτη γυμνασίου, Λ… Παραλία Γριάβα. Ελεύθερο κάμπινγκ με μαμά και μπαμπά και το Φολκσβάγκεν. Τρεις μήνες. Δίπλα οικογένεια γερμανών σε μπάνγκαλοου. Και βγαίνει την τρίτη μέρα με σανίδα του σερφ και πανί. Ξανθός, θεός, μακριά μαλλιά. Και μένω με την ίδια στάση, χωρίς ανάσα, ένα καλοκαίρι, καραούλι πότε θα βγει στα ανοιχτά να χαζεύω με τα κυάλια. Να μπαίνει στη θάλασσα για βουτιά με κωλοτούμπα. Με τη μικρή σανίδα του από την ξηρά σφαίρα. Να ακούει στο αμάξι συνέχεια ένα τραγούδι με ουυυυυυ στους στίχους και να το φωνάζει.

Ξέρω γερμανικά αλλά ντρέπομαι να μιλήσω. Κάποια στιγμή με παίρνει χαμπάρι, κάνει χαβαλέ με το πιτσιρίκι, μου δείχνει πως να ανέβω στη μικρή σανίδα, την τελευταία εβδομάδα. Πέφτω συνέχεια. Κάθε μέρα, ώρες. Ντρέπομαι να του πω οτι ξέρω γερμανικά. Μου μιλάει αγγλικά. Καταλαβαίνω τα μισά, αλλά δεν έχει καμία σημασία. Λιώνω.Έτσι θα μπαίνεις, απο την ακτή, μαγκιά, είναι τέλειος. Mast, boom, fin, u joint. Σοβαρός σα να μου δείχνει τα συστατικά του φατ μπόι. Fin is important, you go straight because of it. Otherwise you would go sideways.

Και έρχεται η μέρα που τα μαζεύουμε και φεύγουμε (και αφού στα κρυφά του έχω αφήσει κάτω απο την πόρτα του μπάνγκαλοου ραβασάκι. Hab’ dich lieb. Werde niemals vom Brett runtergehen. Δε θα κατέβω ποτέ απο τη σανίδα. Σ΄αγαπώ. Και μετά, επιστροφή στην πόλη. Κλάμα. Και τηλέφωνο στην ιντερέντ. Σας παρακαλώ πείτε μου σε ποιον έχει νοικιαστεί το κόκκινο Σαμουράι με αυτήν την πινακίδα. Και έκπληκτη, παίρνω ένα όνομα Στέφαν Ράαμπε. Μετά στο αεροδρόμιο. Σας παρακαλώ πείτε μου, πότε φεύγει ο Στέφαν Ράαμπε και για που. Εϊναι ανάγκη. Έχει μια μπάλα δική μου, να την πάρω, να προλάβω. Παιδική φωνή πείθει. Φεύγει αύριο για Μόναχο.

Το επόμενο ταξίδι στη Γερμανία με το μπαμπά και τη μαμά έρχεται λίγο μετά, με το Φολκσβάγκεν. Μόλις περνάμε τα σύνορα και μπαίνουμε Βαυαρία, στοπ. Και στην πάρκινγκ τρέχω στο θάλαμο, ανοίγω τον κατάλογο του κρατιδίου. Για να διαπιστώσω ότι το όνομα Raabe είναι λίγο Παπαδόπουλος, είκοσι σελίδες τηλέφωνα. Κλείνω τον τόμο και μαζί το κεφάλαιο.

Περνάνε χρόνια, πολλά. Εϊμαι δεκαοχτώ, στο κάμπινγκ μια οικογένεια γερμανών, πάλι. Ο γιος, ίδια ηλικία, φτυστός ο πιτσιρικάς της γαλάζιας λίμνης, τον λένε Μπεν, είναι ψηλός και κουκλί, με κατάξανθες μπουκλίτσες και για κάποιο λόγο όποτε κοιταζόμαστε τα χάνουμε. Ένα καλοκαίρι ακούμε Fugees και Beastie Boys, τους στίχους απέξω.  Βράδια στα κρυφά με το βεσπάκι στο μπαρ και ξημερώματα προσεκτικά, ζαλισμένοι πίσω, κρυφά μέσα στις εκ διαμέτρου αντίθετα στημένες σκηνές για ύπνο, με τη χήρα του κάμπινγκ να καθαρίζει με το νυχτικό τα ντουζ και να της κάνουμε σουτ με νόημα. Κάνει όλη μέρα σερφ. Με παίρνει μαζί. Και με τη σανίδα σε κολπίσκους δίπλα, μόνοι. Απίστευτο βασανιστικό σεξ ωρών και τρελή δίψα μετά, είμαστε κατάμαυροι και αλμύρα και όλα τέλεια, το πακέτο τσιγάρα μέσα στο μαγιό εκείνος, που δεν πέφτει στο νερό, να μη βραχεί. Και κάποια βράδια βουτιά και να κλέβουμε τις γερμανικές σημαίες απο τα αραγμένα ταχύπλοα, επειδή τον τσατίζουν.

Έλα να σπουδάσεις στην πόλη μου, μην πας Μόναχο, μα γιατί θέλεις Μόναχο, έλα Γκέτινγκεν. Και την τελευταία εβδομάδα των διακοπών κάνουμε μαζί τα χαρτιά μου. Για Γκέτινγκεν. Νομική. Γελάμε, θα είμαστε μαζί. Το επόμενο Πάσχα θα πάμε μαζί στην Αρλ για σερφ. Σχέδια.

Η Λ. ρωτάει αν κράτησε. Φυσικά όχι. Τέλειωσε ακριβώς έναν μήνα αφού μετακόμισα στο Γκέτινγκεν. Αλλά εντωμεταξύ είχαν αρχίσει τα μαθήματα, ήμουν φλωράκι μπακ δεν, μας τέλειωσε. Υπήρχε και ο Ντάνιελ στη σχολή. Ερωτευόμουν εύκολα τότε. Όχι όπως τώρα.

Και;

Και έναν μήνα πριν επιστρέψω μόνιμα Θεσσαλονίκη, έξι χρόνια μετά δηλαδή, σε ένα μπαρ με συμφοιτητές ξενέρωτους πίνουμε Ρίσλινγκ και τσιμπάμε τσιπς. Και ανοίγει η πόρτα. Στο ορκίζομαι, μου κόπηκε η ανάσα. Όπως την πρώτη φορά, δεκατέσσερα χρόνια πριν. Ήμουν σίγουρη. Αλλά φαινομενικά ήταν αδύνατο.

Φυσικά πήγα προς το μέρος του. Φυσικά ρώτησα. Μήπως σε λένε Στέφαν; Όχι. Λαρς.

Και δεν ήσουν ποτέ στην Σιθωνία; Δυο καλοκαίρια στα δεκαοχτώ μου, ναι, στο κάμπινγκ του Γριάβα για σερφ.

Του εξηγώ. Το κοριτσάκι με τα μαθήματα σερφ στα αγγλικά. Με το ξεφούσκωτο λάστιχο ποδηλάτου που μου έφτιαξε ένα απόγευμα. Που μιλούσε γερμανικά ήδη, αλλά και δεν.

Και;

Και αποδείχτηκε ότι εκείνος έμενε πάντα στο Γκέτινγκεν. Στέφαν ήταν ο θείος του που είχε στο όνομά του νοικιάσει το αμάξι. Εκείνος έμενε στο Μόναχο. Εκείνος πήρε και το ραβασάκι της πιτσιρίκας, το είχα σπρώξει κάτω απο τη χαραμάδα της λάθος πόρτας. Και αν και μη ξέροντας ποιος ήταν αυτός που το υπέγραφε, το είχε χρόνια στο πορτοφόλι του. Ήταν το μοναδικό, λέει, που είχε λάβει ποτέ.

Κατάλαβα ότι ο πλανήτης είναι κουμπότρυπα και όλα πιθανά. Μα όλα. Και δύσκολα μετανιώνω για οτιδήποτε (εντάξει, για ελάχιστα μαλακισμένα βράδια ίσως, που θα είχα περάσει καλύτερα μόνη χωρίς κενό και άσθμα). Αυτό. Δεν αρκεί;

(εντωμεταξύ ο ίντρεστινγκ γκάι στέλνει μεταμεσονύχτιο, σε θέλω, εγώ πάλι καθόλου, κρίμα να ξοδεύει την μπαρούφα σε λάθος αποδέκτη, αλλά άι τραστ ότι πέντε λεπτά μετά θα βρει τον σωστό, το ‘χει, με κάνει περήφανη)

Μισητή Λ. καθρέφτη. Με το ειρωνικό βλέμμα. Κόψε τις μαλακίες τότε. Και εκεί που ψοφάς (μη ψαρώνεις) και ειδικά εκεί που δεν ούτε για σάλιο (κάντην).

[Ξέρεις τι θέλω;  Μα τω Χριστώ, να με πάρει πάλι ένας απο το χέρι,  και το χέρι να πάει μόνο του, όπως στα μαθήματα με τη σανίδα που γλιστρούσε απο το αντιηλιακό. Χωρίς μπαρούφες και λάισενς και γκραντ τζέστιουρς στημένες, μπόρινγκ. Όλα τζαστ αμπάουτ αυθόρμητα, ούτε βεβιασμένα άδεια μύδια, ούτε πολύπλοκα. Της προκοπής, απλά.]

[Α, ναι. Και αυτό ήταν το τραγούδι με τα ουυυυυ στους στίχους που τραγουδούσε για εβδομάδες. και μου κόλλησε για κανά χρόνο]