17y22

Ένα απο τα πρώτα ποστ που έκανα, όταν πρωτοέμαθα τα μπλογκ ήταν για τον Νάστα.

Επειδή ακριβώς το προηγούμενο βράδυ είχα βρεθεί σε συναυλία του στη Θεσσαλονίκη. Μαζί με έναν άνθρωπο, φίλο, που δε λες φίλο, γιατί είναι πολλά παραπάνω.Βασικά, δεν τον λες τίποτα, γιατί θα είναι λίγο. Οπότε το βουλώνεις. Και ήταν και ο Α. εκεί. Ο τσιφ, τότε, μεγάλη λατρεία (ίσως και γι’ αυτό μετά μεγάλος θυμός, όλα μεγάλα μαζί του ήταν πάντα, όχι νερόβραστα). Με την Ε. με τα τότε υπέροχα κοντά μαλλιά, πρώτη φορά μαζί μας. Πίσω μας. Θυμάμαι άραγε καλά; Εϊμαι σχεδόν σίγουρη. Θυμάμαι τη ζέστα, ενώ έξω είχε ψόφο. Ζέστ-α όχι ζέστ-η.

Είχα τα χάλια μου. Δε μου καθόταν μια δουλειά. Είχα μαλώσει με το μισό Θερμαΐκό κόλπο. Επίσης έσταζε ακόμα μια φρέσκια χυλόπιτα στα μούτρα μου. Και ο Ν. ήταν μαζί. Χωρίς μη και γιατί.Πάντα χωρίς φρένο μαζί, οκτώ χρονών σερί.

Ε, από τα πρώτα λεπτά είχαμε χαθεί με τον Έλβις – λουκαλάΐκ μπροστά μας. Χαθεί. Κυριολεκτικά. Αυτό παθαίνεις με τον Νάστα σε λάιβ. Χάνεσαι. Λέγε όσα θες πριν, ρίξε ότι νομίζεις, αλλά μόλις αρχίσει, το ράβεις.

Θυμάμαι του γράφαμε και ραβασάκια που τα έπαιρνε απο τη σκηνή, με παραγγελιές, με «σ΄αγαπώ». Με «θέλω τα γυαλιά σου τώρα». Τα διάβαζε και γελούσε, ενώ τραγουδούσε με τη φωνή του Μπάουι. Μας έστελνε φιλιά, μας έδινε τα γυαλιά, μας χάριζε τραγούδια.Τα τσογλανάκια μπροστά του δεν έδειχναν να του τη δίνουν. Ίσα ίσα. Cool as the ocean.

Και μετά δεν πήγε Μόντε Κάρλο, αλλά υποσχέθηκε βότκες, πολλές βότκες. Κι αυτός και η Ντόμινι με τα τέλεια μαλλιά, δίπλα του.

Όταν μετά από πολλές μπίρες τέλειωσε και βγήκαμε μούσκεμα στον ιδρώτα, δε μπορούσαμε να σταματήσουμε να γελάμε, αυτό θυμάμαι. Πήγαμε και τον περιμέναμε στον Θερμαΐκό. Δεν ήρθε όμως ποτέ. Και μετά συνεχίσαμε μόνοι μας και τελείως μα τελείως μεθυσμένοι στο κρυσφύγετο του Αγγελάκα στην Στρατηγού Καλλάρη.

Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να μάθω ότι δεν ήταν επειδή το ξέχασε, όπως λογικά υποθέσαμε τότε, αλλά λόγω ενός μικρού ατυχήματος. Το θυμάται ακόμα.

Και γύρισε, όχι ο χρόνος, αλλά εκείνος με δισκογραφική δουλειά. Με «Το βαλς των ελαφιών». Και είναι υπέροχος δίσκος.

«Είναι εσύ. Τελείως», είπε σήμερα ο Π. χωρίς να έχει ιδέα για όλα αυτά και όλη μέρα το σκέφτομαι και γελάω, δεν έχω ακούσει τελευταία κάτι καλύτερο απο ακριβώς αυτό.

Απόψε γυρίζει το κλιπ για το «Πονάν τα χείλη μου (γεια!)» και είναι εδώ. «Σε πιο γκρούβι εκτέλεση», λέει. Και ήρθε η ώρα για εκείνες τις βότκες. Επιτέλους.

Και δε μπορώ να σταματήσω να ακούω το «Μη. Μαζί. Γιατί».Ώρες.

Και νιώθω τα πόδια να σηκώνονται λίγο απο το έδαφος, τα μάτια να κλείνουν και είναι τα κόκκινα παπούτσια του παραμυθιού, να μη μπορείς να σταματήσεις να χορεύεις.

Και εκείνος; Ο Ν.; Χαθήκαμε. Έκτοτε. Δε θυμάμαι πολλά ακόμη βράδια μετά απο εκείνο. Όχι τόσο ευτυχισμένα τουλάχιστον. Δουλειές, ξέρω γω, πώς γίνεται πάντα; Έτσι.Χωρίς να σημαίνει τίποτα.

Αν απόψε τον φέρεις, Έλβις λουκαλάΐκ μου, πάλι, για τα χρωστούμενα, από μένα ότι θέλεις. Ένα ακόμα βράδυ ένας που αγαπώ πολύ, χωρίς ταμπελάκι. Γιατί, μη τα ξαναλέμε, πολλά.

Δωράκι για τον κάπτεν Α.. Και τον Ν.. Φιλί όπου κι αν είστε απόψε.

[photo: by manitari.gr]