Όταν η συνάδελφος -που έρχεται στον όμιλο με το λεωφορειάκι των εκδόσεων- με ρώτησε, γιατί μου αρέσει να γράφω για αμάξια  (4 τροχοί, γκεστ), μασουλώντας την τσίχλα της ρυθμικά, συγκρατήθηκα. Όπως συγκρατήθηκα και όταν πρόσθεσε, πως οι γυναίκες δεν θα έπρεπε να οδηγούμε δια νόμου (ίσως επειδή εν μέρη συμφωνώ με αυτό το -σατανικό του κερατά- κλισέ). Ακόμα κι όταν είπε, πως είναι ασεξουέλ να σου αρέσει ο ήχος μιας μηχανής, εγώ σώπασα, γιατί είχα αρχίσει να βαριέμαι και σκέφτηκα πως αν δεν απαντήσω, θα την κάνει και θα με αφήσει με την ησυχία μου να σκαλίσω τις τσάντες που έφερε ο στυλίστας με τα ψηλοτάκουνα της σεζόν.

«Ποιος είναι ο Τίτος και τι σχέση έχει με  όλα αυτά;», ρώτησε όμως στο καπάκι.

Και υποθέτω το μετάνιωσε μετά.

Απορώ επίσης πως δεν έχω γράψει εδώ μέσα για αυτόν.  Το διορθώνω αμέσως.

_____

Όπως τρεις στις πέντε Ελληνίδες, έτσι κι εγώ, έσπευσα στα δεκαοχτώ να βγάλω δίπλωμα οδήγησης αυτοκινήτου. Με ψυχολογία απόκτησης Lower και ονειρώξεις / in another life τετ-α-κε (με μια Chevy Camaro ή ένα ταραντινικό Dodge Challenger). Άλλωστε, ήδη είχα τη βέσπα (ψιλο-ντόλτσε βίτα και στην μπαγαζιέρα οι γόβες για αλλαγή μόλις έφτανα στον προορισμό).

Μέχρι που μετακόμισα στην εχθρική σαν τον Τόνι Μοντάνα πρωτεύουσα. Και η διαδρομή Αγίας Παρασκευής – Κορωπί που έκανα κάθε πρωί, αποδείχτηκε ισότιμη έργου τζειμσμποντικού κασκαντέρ: μέσα σε τρεις μήνες μου κόστισε 750 ευρώ σε επισκευές -μεταλλικές μπάρες, βαλιτσάκι και ελαστικά- λόγω των λακκουβών μεγέθους Γκραντ Κάνυον, ένα ηρωικό πέσιμο -γιατί ως γνωστόν, όσοι κολλάνε σε δίτροχα παίρνουν bonus Borat points στο ασφάλτινο «Need For Speed», ειδικά αν ρίξουν τον αναβάτη πάνω στο ένα και μοναδικό δέντρο σε ακτίνα οκτώ χιλιομέτρων- και μονίμως στάμπες από λάδια ή λάσπες, συν χάλια μαλλί (τα Schubert σώζουν ζωές, όχι την κώμη).

Γρήγορα οδηγήθηκα προς μεγάλη χαρά του μπαμπά και του αδερφού του, στην αγορά ενός αυτοκινήτου.

Σημείωση: οι δυο προαναφερθέντες άντρες, έτρωγαν από μένα επί είκοσι χρόνια δούλεμα βάρους Ναπάλμ, επειδή είχαν εξωσυζυγικές σχέσεις^ με τα τετράτροχά τους. Που ήταν μονίμως καθαρά σαν κινητές νοσοκομειακές μονάδες της Λουκέρνης και είχαν όνομα^ η Alfa Giulietta του θείου άκουγε στο Τζούλι, το Volkswagen Bully με το χωριστό παρμπρίζ του μπαμπά, στο Κίτσος (ΚΙΤΤ+ΣΟΣ, μη τα ξαναλέμε), όπως και το Renault Super 5, στο Ρένα και το 500αρακι του στο Τζιάννι. Άλλωστε, έχει μείνει στην ιστορία ο ένδοξος αγώνας στον οποίο έτρεξε ο θείος Α. στο ράλι Θερμαϊκού και διακόσια μέτρα από την αφετηρία, προσγειώθηκε –υπερνικώντας τους νόμους της πρόσφυσης- πάνω σε δέντρο από όπου και τον κατέβασε συνεργείο (αυτή η οικογένεια έχει απίθανη σχέση με τη φύση).

Αυτοί λοιπόν, πριν καν προλάβω να ψάξω ένα αξιοπρεπές μεταχειρισμένο για να το κάνω κουδουνίστρα, πρόλαβαν -και με το επιχείρημα «το πρώτο αυτοκίνητο δεν το επιλέγεις, σε επιλέγει αυτό»- μου έφεραν με κόκκινη κορδέλα τον εδώ και δέκα επτά μήνες σύντροφό μου: ένα γαλάζιο, εντελώς συνηθισμένο Fiat Punto του 2000, 1200 κυβικών. Με extra ABS για σασπένς. Και χωρίς κόρνα προφανώς για εκπαιδευτικό σκοπό^ να εξασκηθώ στη νοηματική και τα φωτορυθμικά. Ένα –στη θεωρία- πολλά υποσχόμενο και φθηνό μικρό, μιας και ο πρώην ιδιοκτήτης του ήταν ένας ψείρας αστυνομικός με το ξεσκονόπανο και το Terowax στο χέρι.

(Αυτό που με ενθουσίασε πάνω του όμως, όταν το πρωτόδα, ήταν ένα μικρό σημάδι πίσω στο πορτμπαγκάζ του: κάτι που έμοιαζε να έγινε από σφαίρα. Σπάνια στη ζωή παίρνεις ότι βλέπεις. Ε, αυτό όμως ήταν όντως από σφαίρα. Πριν σπεύσω να πλάσω στο μυαλό ιστορίες καταδίωξης, ο συμπαθής αστυνόμος με προσγείωσε: ήτο αδέσποτη. Αλλά δεν είχε σημασία, ήδη το ήθελα κολασμένα και λίγα λεπτά μετά, το είχα).

Εννοείται πώς αφού ο μπαμπάς δεν έκανε γιο, τα γονίδια ήρθαν αυτούσια πάνω μου^ τη δεύτερη μέρα το ονόμασα Τίτο.

Κι ενώ ζούσα μια πρωτόγνωρη κολληματάρα με οτιδήποτε είχε να κάνει με αυτοκίνητα (προσπαθώντας να μπαλώσω την άγνοιά μου), αλλά κυρίως με τον Λάπο Έλκαν, θεωρώντας πώς οδηγώντας ένα Punto είχα αυτόματα συγγένεια με σύσσωμη την οικογένεια Ανιέλι, ο Τίτος πριν καν κλείσει σαράντα μέρες στα χέρια μου, μου πρόσφερε ήδη τα πρώτα υπογλώσσια. Από ένα κατασκευαστικό λάθος της Fiat, το σύστημα ηλεκτρικής υποβοήθησης τιμονιού κοκάλωσε. Φαινομενικά, για πάντα.

Το ιατρικό πόρισμα μιλούσε για πρόβλημα που όφειλε να είχε ρυθμιστεί εντός της εγγύησης και άρα από τον προηγούμενο ψείρα ιδιοκτήτη που όμως εμφανώς προτίμησε μια σύνδεση με Κάιρο. Και εμπεριείχε τις πρώτες μου άγνωστες λέξεις: κολώνα, κρεμαγιέρα. Αξίας οχτακοσίων δέκα ευρώ.

Τα ταχύρρυθμα συνεχίστηκαν τις επόμενες τρεις εβδομάδες^ τακάκια, δισκόπλακες, άκρο ντίζας, αντλία συμπλέκτη. Ρουφούσα την πληροφορία σαν σφουγγάρι. Και το βράδυ, έπαιρνα τηλέφωνο τον μοναδικό άνθρωπο που θα ένιωθε τον πόνο μου, τον Γ.. Με τον Γ. είχαμε γνωριστεί έξι χρόνια πριν, ενώ εκείνος έλιωνε στο ΜΙΤ για το διδακτορικό του πάνω στους κινητήρες για F 1. Όταν ο Τίτος άρχισε τα κορδελάκια, εκείνος πια δούλευε για την ομάδα της Toyota ως Chief Engineer και υπεύθυνος για το μονοθέσιο του Τίμο Γκλοκ (μεταξύ μας, μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που το αμάξι αποδεικνύεται καλύτερο του οδηγού).

Στις πενήντα μέρες των δοκιμασιών μου, ήρθε να με βρει. Τυπικά για να μου δείξει πέντε πράγματα, στην πραγματικότητα, για να με πεθάνει στο δούλεμα. Για μέρες με είχε σε θρανίο και την τελευταία, που είχα αρχίσει να μετανιώνω για τη φιλία μας, φύγαμε για Θεσσαλονίκη. Εκεί, σε έναν χώρο κοντά στο αεροδρόμιο Μακεδονία, ξεσπαθώσαμε σα δεκαπεντάχρονοι^ επιτόπου στροφές με πίσω κίνηση, μπαντιλίκια, τετακέ. Ήθελε να μάθω να ακούω τον κινητήρα και τι ζητάει. Μέσα σε δύο ώρες ερωτεύτηκα τον Τίτο ξανά. Πριν φύγει για Κολωνία, με έβαλε να υποσχεθώ πώς θα τηρώ τα σέρβις και θα είμαι ήσυχη. Και ο Τίτος, σα να το ‘πιασε στο φτερό, ησύχασε και αυτός για μερικούς υπέροχους μήνες.

Μέχρι τη μέρα, που θέλοντας να δείξω τις δεινές γνώσεις μου σε μια παρέα καθυστερημένων (που μου κολλούσε στα ψαλίδια της διαδρομής προς Αλκυόνη, μια ηλιόλουστη Κυριακή), βρέθηκα να κοιτάω τις πρασινάδες ανάποδα. Ο Γ. είχε ξεχάσει να μου πει, πώς στο τετ-α-κε, αν η  ρόδα βρει κάπου (έστω σε πέτρα) την ώρα που στρίβεις, θα γυρίσεις πιθανότατα τούμπα.  Εννοείται πώς με επανέφερε η οδική και όχι τα τυπάκια, ενώ για μέρες μετά δεν έβρισκα τίποτε μέσα στο μπάχαλο του πορτ μπαγκάζ. Και ο Τίτος; Την γλίτωσε με μια ανεπαίσθητη γούβα που με σφυρηλάτηση σχεδόν εξαφανίστηκε.

Και μπορεί να μη πιάνει μία μπροστά στα τετράτροχα που έρχονται για τεστ στο Κορωπί (και ενίοτε θες αντί να τα επιστρέψεις να γκαζώσεις κινηματογραφικά και να εξαφανιστείς χωρίς εξηγήσεις για πάντα μαζί τους).

Αλλά μου έδειξε τη θέση μου^ στη γωνία, σαν νήπιο (και ψοφάω).

Εκεί είμαι ακόμα.

Στο γραφείο. Μόλις κλείσαμε τεύχος.

Ήσυχα. Κανείς δεν ανοίγει τηλεόραση. Πηγαίνουμε για τσιγάρο κάτω στην καφετέρια και κανείς δε θέλει να μιλήσει. Αναστενάζουν όλοι. Όλοι σκέφτονται σε σπρεντ, σε χρηματιστηριακούς όρους που κανείς δεν γνωρίζει, όλοι είμαστε ειδικοί, σιγανά, δε χρειάζονται αναλύσεις. Πρώτες απολύσεις πριν μια εβδομάδα, στα κλεισίματα. Ήσυχες και αυτές. Όλα ήσυχα. Η Φ. πήρε μόλις με δάνειο καινούριο αμάξι. Πατάει τα κλάματα κάποια στιγμή στην τουαλέτα, την βλέπω, δε με περιμένει, ντρέπεται σταματάει, δεν προλαβαίνω να ακούσω ούτε αναφιλητό. Λέω αποτυχημένα αστειάκια για πατάτες στον κήπο, έλα μωρέ, θα φυτεύουμε και θα τρώμε. Να γελάσει. Δεν απαντάει. Χαμογελάει σαν τα άβαταρ στο τσατ.

Το βράδυ τηλέφωνο. Η μαμά λέει σε παρακαλώ να είσαι ήρεμη. «Όλα τα μπορούμε. Θα είμαστε μαζί σαν μπουνιά. Ότι θέλεις, ότι χρειαστεί, πάντα έτσι κάναμε. Έτσι και τώρα, μόνο να είσαι ήρεμη. Μαζί, ακούς». Της γελάω. Εννοείται, μαμά. Κόβουμε τη συζήτηση μαχαίρι.

Σκέφτομαι πως προτιμώ να κλείσω άλλο ένα τεύχος με την ομάδα. Δώδεκα και δεκατρείς ώρες στο γραφείο πάνω από όμορφες φωτογραφίες και ορθογραφικά λάθη είναι βολικό. Μετά πας σπίτι και πέφτεις ξερός για ύπνο. Το λέει και η Φ. και ο Μ..

Παίρνει τηλέφωνο η Α.. Δεν είναι καλά, με το ζόρι βγαίνει η φωνή της. Θέλεις να έρθω; Ρωτάω. Θέλει ησυχία. Η μόνη που θέλει ησυχία. Οι υπόλοιποι πνιγόμαστε από ησυχία. Μετά από λίγο σκέφτεται. Ακούμε η μια την ανάσα της άλλης στο ακουστικό. «Συσπείρωση. Θα έρθεις να μείνεις σε μένα. Όλα δια δύο. Να είμαστε δίπλα. Μαζί. Δε γίνεται χώρια, θα τρελαθούμε. Φαγάκι δια δύο. Όταν θα έχουμε, βόλτα έξω, κι όταν όχι, με κρασάκι στην αυλή, να μυρίζουμε τα γιασεμιά και να βουτάμε κρυφά στην πισίνα δίπλα. Και αν μπορέσουμε, θα πάμε κάπου το καλοκαίρι. Λίγες μέρες, ένα αμάξι, ένας υπνόσακος, μαζί. Μαζί. Το ξαναλέει και θέλει να βάλει τα κλάματα, το ακούω, αλλά δεν το κάνει. Παίρνει βαθιά ανάσα. Να ξεσπάς, μου λέει. Να μάθω να ξεσπάω κι εγώ. Χαμόγελο άβαταρ, ρε όλα καλά, ρε, καληνύχτα.

Και μετά πρησμένοι αδένες. Εξετάσεις. Όχι καλές. Όχι καθαρές, αλλά όχι ξεκάθαρες. Λευκά αυξημένα χωρίς λόγο. Πυρετός ακατέβατος. Χωρίς λόγο. Πρήξιμο περίεργο, χωρίς λόγο. Παθολόγος λέει λέξη που δεν θέλω να ακούσω, σπάει τη δική μου ησυχία. Δε μπορώ να κοιμηθώ το βράδυ. Εκκωφαντικές παρανοικές σκέψεις. Τι θα έκανα αν δεν υπήρχε χρόνος; Όλη νύχτα γράφω στο μπλε τετράδιο τι να κάνω.

Να μη το μάθει κανείς στη δουλειά. Να μη το μάθει η μαμά. Να μη το μάθει ο Σ.. Να πουλήσω το αμάξι και να στείλω τον Φρο στη μαμά. Να πάρω αναλυτικό από το δάνειο. Τι μένει. Να πάω κάπου με την Α. και τη Λ. και να τους το πω εκεί. Δε θέλω πανικούς, να ξέρουν, να μη ρωτάνε, να βάλουμε ένα πρόγραμμα. Δε φοβάμαι, περίεργο, πάντα νόμιζα ότι θα φοβάμαι. Τώρα λυπάμαι μόνο. Λέω, κρίμα.

Υπέρηχοι, ακτίνες. Και βρίσκουμε τον κρυφό φρονιμήτη. Και ξεκαθαρίζουν όλα. Και τα λευκά και οι αδένες, χαρά.  Ήθελε ξαφνικά να βγει. Αλλά κάθετα. Δε γίνεται κάθετα. Τριάντα εννιά πυρετός. Και γναθοχειρούργος. Γλυκός. Έξω ξεκινά η μεγάλη απεργία και η ακόμα μεγαλύτερη πορεία των εκατό χιλιάδων και, και μέσα αυτός και εγώ, χαρούμενη. Δεν απεργείτε, ευτυχώς. Μα πρέπει να γίνουν τα χειρουργεία. Μένω μόνος εδώ. Και μετά μου δίνει το δόντι στο χέρι, πονάω και δάκρυα, γελάει, «Ρίξτο στα κεραμίδια, και κάνε πιο πριν ευχή». Σκέφτομαι το μπλε τετράδιο, πόσο μαλάκας είμαι, με κοροιδεύω.

Η μέθη κρατάει λίγο. Φτάνω σπίτι, βγαίνω να το πετάξω στα κεραμίδια, αλλά σκέφτομαι πως είναι μια μόνο ευχή, πρέπει να αποφασίσω σοφά πριν το ρίξω, μετά δεν έχει επιστροφή. Να το σκεφτώ λίγο. Πετάω όμως το τετράδιο το μπλε -δε χρειάζεται τίποτε να τακτοποιηθεί ψύχραιμα. Γιατί τίποτε δε συμβαίνει.

Ανοίγω τουίτερ. Κατεβάζω μετά από ιδέα κάποιου το «Subway» του Besson, θυμάμαι τον Κριστόφ Λαμπέρ και είμαι πάλι δεκαπέντε με έρωτα χαιλαντερικό. Τρώω παγωτό Ρόκετ. Μουδιάζει το στόμα, είναι ωραίο συναίσθημα. Μουδιάζει και ο πόνος.

Στην τηλεόραση παίζει χωρίς ήχο ελληνική ταινία. Και κάποιος γράφει τουίτ –μέσα σε δεκάδες άλλα ψιλοκομματικά και ψιλοψαγμένα και ψιλοαναρχικά- για νεκρό. Πριν μπω στο BBC γίνονται δύο και μέσα σε μισή ώρα τρεις. Η ΕΣΗΕΑ αναστέλλει την απεργία, λίγα λεπτά αφού το ΣΚΑΙ βγάζει έκτακτο δελτίο.

Μουδιάζει το μυαλό μου. Τρώω μηχανικά δεύτερο Ρόκετ. Μουδιάζει και το στόμα ξανά. Δε μπορώ να μιλήσω. Έτσι κι αλλιώς δε μπορώ να μιλήσω. Σε ποιον και τι.

Στέλνω μηνύματα σε Φ. και Γ., Λ. και Α. να φύγουν από το κέντρο. Δε ξέρουν τίποτε, μουδιάζουν και αυτοί.

Η τηλεόραση δείχνει για ώρες πλάνα, μουδιάζουν όλοι. Τρεις νεκροί και διαφήμιση για αριέλ γουάιτενινγκ. Δεν πιάνει θέση στη σκέψη, δεν έχει όγκο. Στη γειτονιά ακούγεται από το φαστφουντάδικο απέναντι το έκτακτο στη διαπασών. Ησυχία. Οι εκφωνητές λένε πληροφορίες. Αλλά όλοι έχουν μείνει μουδιασμένοι στις 2 και μισή. Κι ας είναι πια έξι.

Πίνω παγωμένο χυμό. Να μείνει το μούδιασμα. Που μένει. Όλοι δείχνουν με δείκτες τεντωμένους ποιος φταίει. Αλλά οι δείκτες είναι πολλοί. Και ξεχνάν ότι τα άλλα τέσσερα δάχτυλα δείχνουν τη ρίζα του δείκτη. Πότε φτάσαμε εδώ. Τι προσπεράσαμε στη διαδρομή. Που στρίψαμε λάθος ρε φίλε. Τώρα ντρέπομαι.

Ακόμα ησυχία. Ακούω τον σκύλο που πίνει νερό έξω.

Και ξαφνικά ο ήσυχος του τρίτου. Διαπερνάει όλη τη γειτονιά. «Ε, άσε με πια να πάρω ανάσα, να μιλήσω». Και βγήκαμε όλοι στα μπαλκόνια. Όχι με θυμό. Θαρρείς κι αν άρχιζε ο γέρος, θα παίρναμε σειρά όλοι μετά. Να πάρουμε ανάσα, να μιλήσουμε όλοι. Αλλά μπα. Τίποτα.

Και μετά πάλι επιστροφή στο σαλόνι, μπροστά στην τηλεόραση και ησυχία. Παγωμένες κομπρέσες, μεζουλίντ και γιαούρτι βελουτέ.

Στην τηλεόραση λένε πώς είμαστε εμείς και αυτοί. Το αξίωμα του Κόναν. Και δεν περιμένουν πια τίποτα.

Και τώρα φοβάμαι νομίζω. Γιατί δεν ξέρω ποιοι είναι οι άλλοι και ποιος μπορεί να οριοθετήσει το νέο αξίωμα. Αλλά δε μπορώ να το σκεφτώ άλλο, αλλάζω σκέψη με τηλεκοντρόλ. Χρειάζομαι παγωτό, άδειασε ο καταψύκτης. Κατεβαίνω στο περίπτερο, μου κερνάει τα επόμενα δύο Ρόκετ γελώντας δυσανάλογα δυνατά για ένα φουσκωμένο μάγουλο, κοκκινίζω.  Ανεπαίσθητο μαζί. Εσύ παγωτό να μουδιάσει, εγώ ξέσπασμα. Δεν υπάρχει εμείς και αυτοί. Νέο αξίωμα, μαζί.

eiffel-tower-from-below

1988.

Έναν χειμώνα σερί άκουγα στο ραδιόφωνο τη Βανέσα Παραντί να τραγουδάει το «Joe le taxi» και προσπαθούσα να μάθω γαλλικά από μόνη μου βλέποντας συνέχεια ταινίες του Λουί ντε Φινές και μιμούμενη τις γκριμάτσες και τα επιφωνήματά του. Γιατί στα αφτιά μου ήταν τόσο κουλ. Το Παρίσι μου φαινόταν τόσο κουλ, τα καφέ όπως τα έδειχνε καμιά φορά η κρατική σε ρεπορτάζ κι αυτά τόσο κουλ. Η αδερφή μου άκουγε Γκρέις Τζόουνς, τη βλέπαμε στα κλιπ της, να φτύνει από το στόμα πότε έναν σιτροέν βάτραχο και πότε τον πύργο του Άιφελ, μου φαινόταν και αυτό ακόμα τόσο κουλ.

Και ήρθε το καλοκαίρι και όπως πάντα τον Αύγουστο θα γυρίζαμε και ένα διαφορετικό μέρος της Ευρώπης με το τροχόσπιτο. Αυτή τη φορά μαζί με τον κολλητό του μπαμπά, το δικό του τροχόσπιτο, τη σύζυγο και τις τρεις του κόρες. Προς Γαλλία. Μόντε Κάρλο, Νίκαια, Μονπελιέ, Αρλ, Μασσαλία και μετά καρφί πάνω, προς Βορρά, προς Παρίσι.Έκπληξη.

Κόντευα να πεθάνω από τη χαρά μου. Μετρούσα τις μέρες, στην αρχή μέχρι να ξεκινήσουμε και μετά μέχρι να φτάσουμε.

Και τα δυο ίδια Φολκσβάγκεν του ’66,  πορτοκαλί και μπλε, ξεκίνησαν να γράφουν χιλιόμετρα.

Και κάθε μέρα του ταξιδιού ήταν πιο όμορφη από την προηγούμενη. Λάτρεψα την Αρλ και το Μονπελιέ, τα ψαροχώρια εκεί γύρω με τους ανθρώπους που μοιάζαν με μας, το ρατατούιγ, αλλά και την αλγερινή ψαρόσουπα, τα παιδάκια με τα σορτσάκια που παίζαν μαζί μας όταν τα φωνάζαμε «αβέκ μουά» χωρίς να καταλαβαίνουμε λέξη από οτι απαντούσαν και μίσησα τη Νίκαια και το Μόντε Κάρλο που η τοπική αστυνομία δεν άφηνε να διασχίσουμε με τα κάμπερ. Γελάσαμε όλοι με τις σαχλές παραλίες τους και τσεκάραμε τα υπέροχα Ντανιέλ Εστέ μαγιό τους. Και γρήγορα (αν και δυο εβδομάδες και κάτι αργότερα) ήρθε η μέρα που θα μπαίναμε στο Παρίσι μετά το πολύ γκρι του αυτοκινητοδρόμου.

Εγώ κολλημένη στα παράθυρα της κουκέτας να μη χάσω χιλιοστό της γκράντε εισόδου και του γκράντε σπετάκολου.

Έβρεχε ασταμάτητα κουβάδες, όπως στις ταινίες με την Ντενέβ, είχε κρύο για Αύγουστο μήνα κι εγώ έλιωνα. Τέτοια χαρά. Και κανονίστηκε την επομένη, και αφού παρκάραμε σε ειδικό πάρκιν τα τροχόσπιτα, να πάμε με το μετρό να δούμε το κέντρο, την πόλη, τη Μονμάρτη, αλλά και τον πύργο του Άιφελ.

Όταν όμως 24 ώρες αργότερα φτάσαμε και προχωρήσαμε προς την είσοδό του, μας έκλεισε το δρόμο μια αλυσίδα και μια πινακίδα, φυσικά στα Γαλλικά, όπου κανείς μας δεν καταλάβαινε τι έλεγε παρά μόνο ότι οκέι, ο πύργος ήταν κλειστός στο κοινό. Ένας περαστικός λίγο αργότερα θα μας εξηγούσε πώς δεν ήταν η αιτία επειδή ήταν απόγευμα, αλλά επειδή γίνονταν έργα συντήρησης. Που θα κρατούσαν -αλίμονο- τρεις μέρες ακόμα. Εμείς όμως, έπρεπε να φύγουμε για να μείνουμε on schedule την επομένη.

Κλάμα εγώ, ποιος ξέρει πώς το πήρα, παιδί ήμουν. Απίστευτο κλάμα.

Και γυρίζει ο μπαμπάς και μου λέει «Εντάξει, δε μπορούμε να ανεβούμε επάνω στην κορυφή του, αλλά πώς θα σου φαινόταν αν μπορούσες να κοιμηθείς στα πόδια του«;

Δεν κατάλαβα τίποτε. Αλλά ο μπαμπάς και ο κολλητός του είπαν ότι σύντομα θα επέστρεφαν. Και έφυγαν.

Πράγματι, καμιά ώρα αργότερα γύρισαν. Με τα Φολκσβάγκεν. Καβάλησαν το κράσπεδο του πεζοδρομίου σαν να οδηγούσαν τζιπ και τα πάρκαραν σχεδόν ακριβώς στο κέντρο του πύργου, κάτω από τα πόδια του, χασκογελώντας. Και εντελώς μα εντελώς κωλοπαιδαρίσια.

Δεν έχω γελάσει ποτέ περισσότερο νομίζω από όσο εκείνο το βράδυ. Κανείς μας, δηλαδή. Τα παιδιά συγκεντρωμένα στο μπλε κάμπερ, οι μεγάλοι στο πορτοκαλί και να τρώμε με ανοιχτές οροφές και παράθυρα, μακαρονάδα ναπολιτέν και να ακούμε γαλλικά τραγούδια στο ράδιο. Και να μη πιστεύουμε που βρισκόμαστε. Να κοιτάμε ξανά και ξανά κάθε λίγο προς τα επάνω, μέσα από τις ανοιχτές οροφές και να τον βλέπουμε, πελώριο ακριβώς από πάνω μας με τα χοντρά μεταλλικά του πόδια. Και μετά πέρασε η ώρα, μεσάνυχτα, και πέσαμε για ύπνο. Οι μεγάλοι όλοι μεθυσμένοι από τα κρασιά. Κι εγώ με ανοιχτό παράθυρο στην κουκέτα να τον κοιτάω μέχρι να με πάρει ο ύπνος και να ακούω τους δυο τους να γελάνε και να σκουντιούνται μη με ξυπνήσουν. Δεν είχε αναμμένα τα φωτάκια του, ήταν πίσσα σκοτάδι έξω, αλλά μπορούσα να τον διακρίνω.

Το επόμενο πρωί, πολύ πολύ νωρίς, εγερτήριο και κλήση στα παρμπρίζ, ραβασάκι της γαλλικής αστυνομίας και οι μπαμπάδες να το σκίζουν γελώντας. Και επιστροφή.

_______

1990

Και τρώω την πρώτη αποβολή στο γυμνάσιο. «Γιατί αυθαδίασα και πιάστηκα να λέω θηριώδη ψέματα«.

Το άλλο πρωί  θα άκουγε από την διευθύντρια ότι στην ερώτηση της φιλολόγου μας, αν κανείς μας ποτέ επισκέφτηκε τον Πύργο του Άιφελ, εγώ απάντησα «Δεν τον επισκέφτηκα ακριβώς, αλλά κοιμήθηκα στα πόδια του«.

Η μαμά Μαρία δε θα της απαντούσε καν, απλώς  θα της έστελνε λίγο αργότερα με μένα, χαρούμενο αγγελιοφόρο, μέσα σε έναν φάκελο ένα αντίγραφο φωτογραφίας. Δυο φολκσβάγκεν κάμπερ με ανοιχτές οροφές και τέσσερα κορίτσια με πιτζάμες καρό και σπορτέξ (έτσι τα λέγαμε τότε), σκασμένα στο γέλιο. Νύχτα. Με ένα πιάτο μακαρονάδα να δείχνουν προς τα επάνω. Τον Πύργο.

Και μια σημείωση: «η κόρη μου δε χρειάστηκε ποτέ να πει ψέματα«.

_______

Το θυμήθηκα σήμερα. Επειδή μια κοπέλα δίπλα μου στο ταμείο του σούπερ μάρκετ  έπαιζε με το μπρελόκ της, έναν μικρό ασημένιο Πύργο του Άιφελ. Και λίγο μετά, όταν με ρώτησε ένας φίλος αν είμαι καλά και του απάντησα «pas trop mal». Συνειδητοποιώντας ότι αυτή είναι μια από τις ελάχιστες απαντήσεις που μπορώ να δώσω στα Γαλλικά (αλλά και «je suis fou»). Ακόμα.

Nastas3

Εντάξει, δε ξέρω γιατί δεν το έγραψα πιο πριν.

Το γράφω τώρα. Τον Νάστα και τους Xaxakes τους πρωτοείδα στα δεκαπέντε μου. Πολύ πριν βγάλουν δίσκο. Καλοκαίρι, Ιούλιος, όπως τώρα, στη Σίβηρη. Σε ένα μισοάδειο μπιτς μπαρ που λεγόταν Χάρλει, πρώτο πόδι Χαλκιδικής. Ήμουν εκεί για μια εβδομάδα στο σπίτι του Σ.. Μας έκανε μπέιμπι σίτινγκ η μαμά του για να πάνε οι δικοί μου μόνοι τους σε κάποιο νησί, δε θυμάμαι πια που, ερωτευμένοι φριχτά πάντα.

Εκείνο το βράδυ βγήκαμε για πρώτη φορά έξω. Πρώτη φορά. Σε μπαρ. Οφίσιαλι πρώτη φορά, όχι κρυφά.Με λεφτά στην τσέπη. Και καλοσιδερωμένοι, όλοι. Αλλά «στις δώδεκα να είστε πίσω». (Γυρίσαμε αργότερα, το θυμάμαι γιατί είχαν πει στις ειδήσεις για βροχή πεφταστεριών εκείνο το βράδυ και τη βγάλαμε αργότερα στην άμμο ξάπλα να κοιτάμε σαν ηλίθιοι προς τα επάνω για ώρες).

Και φτάσαμε εκεί και έπαιζε μουσική (κάτι μεταξύ φανκ και ποπ, περίεργη) μια πολύχρωμη και θεόμουρλη μπάντα. Περίεργη μουσική για παιδιά. Γιατί παιδιά ήμασταν.

Κάτσαμε σε ένα τραπεζάκι, τσακαλοπαρέα αγόρια – κορίτσια, ίδιας περίπου ηλικίας και ήρθε η σερβιτόρα με σηκωμένο φρύδι. Πήραν όλοι χυμούς και κόκα κόλες. Και ήρθε η σειρά μου. Δεν ξέρω πως το ξεστόμισα, τι θάρρος ήταν εκείνο εκείνη την ώρα (δεδομένου ότι είχαμε μαζί μας και το καρφί της παρέας, την Κ. που μέχρι να γυρίσουμε σπίτι, ήδη τα είχε καρφώσει όλα). Πάντως ζήτησα μια διπλή (!) μπατίντα. Αυτό ήξερα, αυτό είπα. Ίσως επειδή είχε μια πολύ σούπερ διαφήμιση τότε στην τιβί, ίσως λόγω της Αρλέττας που άκουγε συνέχεια η μαμά του Σ., η Ε.. Ποιος ξέρει.

Φυσικά ζαλίστηκα, φυσικά με κοιτούσε με δέος η παρέα. Έτσι νόμιζα.

Όπως και να ‘χει, ο  Νάστας έχει γεύση μπατίντα έκτοτε. Και Ιουλίου.

17y22

Ένα απο τα πρώτα ποστ που έκανα, όταν πρωτοέμαθα τα μπλογκ ήταν για τον Νάστα.

Επειδή ακριβώς το προηγούμενο βράδυ είχα βρεθεί σε συναυλία του στη Θεσσαλονίκη. Μαζί με έναν άνθρωπο, φίλο, που δε λες φίλο, γιατί είναι πολλά παραπάνω.Βασικά, δεν τον λες τίποτα, γιατί θα είναι λίγο. Οπότε το βουλώνεις. Και ήταν και ο Α. εκεί. Ο τσιφ, τότε, μεγάλη λατρεία (ίσως και γι’ αυτό μετά μεγάλος θυμός, όλα μεγάλα μαζί του ήταν πάντα, όχι νερόβραστα). Με την Ε. με τα τότε υπέροχα κοντά μαλλιά, πρώτη φορά μαζί μας. Πίσω μας. Θυμάμαι άραγε καλά; Εϊμαι σχεδόν σίγουρη. Θυμάμαι τη ζέστα, ενώ έξω είχε ψόφο. Ζέστ-α όχι ζέστ-η.

Είχα τα χάλια μου. Δε μου καθόταν μια δουλειά. Είχα μαλώσει με το μισό Θερμαΐκό κόλπο. Επίσης έσταζε ακόμα μια φρέσκια χυλόπιτα στα μούτρα μου. Και ο Ν. ήταν μαζί. Χωρίς μη και γιατί.Πάντα χωρίς φρένο μαζί, οκτώ χρονών σερί.

Ε, από τα πρώτα λεπτά είχαμε χαθεί με τον Έλβις – λουκαλάΐκ μπροστά μας. Χαθεί. Κυριολεκτικά. Αυτό παθαίνεις με τον Νάστα σε λάιβ. Χάνεσαι. Λέγε όσα θες πριν, ρίξε ότι νομίζεις, αλλά μόλις αρχίσει, το ράβεις.

Θυμάμαι του γράφαμε και ραβασάκια που τα έπαιρνε απο τη σκηνή, με παραγγελιές, με «σ΄αγαπώ». Με «θέλω τα γυαλιά σου τώρα». Τα διάβαζε και γελούσε, ενώ τραγουδούσε με τη φωνή του Μπάουι. Μας έστελνε φιλιά, μας έδινε τα γυαλιά, μας χάριζε τραγούδια.Τα τσογλανάκια μπροστά του δεν έδειχναν να του τη δίνουν. Ίσα ίσα. Cool as the ocean.

Και μετά δεν πήγε Μόντε Κάρλο, αλλά υποσχέθηκε βότκες, πολλές βότκες. Κι αυτός και η Ντόμινι με τα τέλεια μαλλιά, δίπλα του.

Όταν μετά από πολλές μπίρες τέλειωσε και βγήκαμε μούσκεμα στον ιδρώτα, δε μπορούσαμε να σταματήσουμε να γελάμε, αυτό θυμάμαι. Πήγαμε και τον περιμέναμε στον Θερμαΐκό. Δεν ήρθε όμως ποτέ. Και μετά συνεχίσαμε μόνοι μας και τελείως μα τελείως μεθυσμένοι στο κρυσφύγετο του Αγγελάκα στην Στρατηγού Καλλάρη.

Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να μάθω ότι δεν ήταν επειδή το ξέχασε, όπως λογικά υποθέσαμε τότε, αλλά λόγω ενός μικρού ατυχήματος. Το θυμάται ακόμα.

Και γύρισε, όχι ο χρόνος, αλλά εκείνος με δισκογραφική δουλειά. Με «Το βαλς των ελαφιών». Και είναι υπέροχος δίσκος.

«Είναι εσύ. Τελείως», είπε σήμερα ο Π. χωρίς να έχει ιδέα για όλα αυτά και όλη μέρα το σκέφτομαι και γελάω, δεν έχω ακούσει τελευταία κάτι καλύτερο απο ακριβώς αυτό.

Απόψε γυρίζει το κλιπ για το «Πονάν τα χείλη μου (γεια!)» και είναι εδώ. «Σε πιο γκρούβι εκτέλεση», λέει. Και ήρθε η ώρα για εκείνες τις βότκες. Επιτέλους.

Και δε μπορώ να σταματήσω να ακούω το «Μη. Μαζί. Γιατί».Ώρες.

Και νιώθω τα πόδια να σηκώνονται λίγο απο το έδαφος, τα μάτια να κλείνουν και είναι τα κόκκινα παπούτσια του παραμυθιού, να μη μπορείς να σταματήσεις να χορεύεις.

Και εκείνος; Ο Ν.; Χαθήκαμε. Έκτοτε. Δε θυμάμαι πολλά ακόμη βράδια μετά απο εκείνο. Όχι τόσο ευτυχισμένα τουλάχιστον. Δουλειές, ξέρω γω, πώς γίνεται πάντα; Έτσι.Χωρίς να σημαίνει τίποτα.

Αν απόψε τον φέρεις, Έλβις λουκαλάΐκ μου, πάλι, για τα χρωστούμενα, από μένα ότι θέλεις. Ένα ακόμα βράδυ ένας που αγαπώ πολύ, χωρίς ταμπελάκι. Γιατί, μη τα ξαναλέμε, πολλά.

Δωράκι για τον κάπτεν Α.. Και τον Ν.. Φιλί όπου κι αν είστε απόψε.

[photo: by manitari.gr]

Surf Board

Ξημερώματα Σαββάτου σπίτι. Στη βεράντα με μακαρονάδα πέστο και κρύα μπίρα. Και Beloved. Ωραία ησυχία.

Ύπνος στην ξαπλώστρα, κάμπινγκ σπίτι. Κρίμα να μην είναι απο άμμο το (αχώνευτο) μάρμαρο κάτω απο την πατούσα. Και μετά, το πρωί,  πιάνει η θεικότερη μπόρα, μούσκεμα όλα, ξυπνάω στάζοντας και τρέχω στην κουζίνα για καφέ, δε λειτουργεί το ρεύμα, με γκαζάκι. Κάποιος παίζει Μπάρι Άνταμσον κάπου, ακούγεται repeatedly ανάμεσα στους κεραυνούς το Somethin’ wicked this way comes.

_________

[Καιρό πριν]

Έρχομαι τώρα. Μεσάνυχτα. Εν ίντρεστινγκ γκάι.

Βότκα λάθος με λεμόνι. Βάλε άλλη, έχεις; Χωρίς λεμόνι. Σχολιάζει τα πάντα. Μάλλον δεν του αρέσει το σπίτι. Τον τσατίζει η φωτό στο ψυγείο της Φρειδερίκης. Έχει πιει. Δε πειράζει. Κι εγώ.

Θέλω να πηδηχτούμε, τι του παίρνει τόση ώρα. Την κάνω γαργάρα. Για όλα. Ακούω και δεν ακούω. Κάτι λέει για μουσική, για φεστιβάλ; Κάτι τέτοιο, κι εσύ Θεσσαλονικιά, ναι, συγχαρητήρια, το λέμε δέκατη πέμπτη φορά, μα δε βαρέθηκε, τα ίδια αστειάκια, είμαι ερωτευμένος μαζί σου. Μπαρούφες σικέ, αλλά αν έτσι θέλει, σόου μπι ιτ. Αλήθεια; Τον τσιγκλάω στο καβάλο. Ανεβαίνω πάνω του, φιλί. Δεν έχει ωραία γεύση. Ούτε καν στη μέση το ποτήρι. Πάμε; Επιτέλους.

Mιλιά, χαιδολόγημα μουγκό. Βαριέμαι λίγο. Δεν τον βλέπω στο σκοτάδι. Που και που μόνο.

Θέλω να σε δω να χύνεις ασταμάτητα μωρό μου.

Αλλά ξαφνικά είναι αργά, δεν τον θέλω καν πάνω μου. Τώρα θέλω ένα ποτό, οτιδήποτε και να φύγει.

Ησυχία. Μέχρι να βάλω πάγο τον ακούω. Χι τζερκς οφ. Παθέτικ. Αλλά αδιάφορο. Κοιμάται με τη μία καπάκι.  Θέλω να φύγει. Τον σκουντάω. Να ξυπνήσει. Δεν καταλαβαίνει Χριστό. Μου τη σπάει η ανάσα του. Κουνιούνται ρυθμικά τα χέιλια του. Δεν ροχαλίζει, αλλά περίπου. Μου τη σπάει το δέρμα του απο τα γένια. Ημερών. Οτι είναι γυμνός στο κρεβάτι μου. Τα ρούχα του πεταμένα παντού. Μου τη σπάει.Μα μποτίνια, τιράντες και πουκάμισο με μακρύ μανίκι με τόση ζέστη; Μου τη σπάει και αυτό.

Σκουντάω ξανά. Δεν ξυπνάει, λέει μωρό μου και με αγκαλιάζει. Άσθμα. Δεν παίρνω ανάσα.

Πάω στο μπαλκόνι. Σκοτάδι ακόμα. Ξημέρωσε γαμώτο μου να πάει στο διάολο. Γαμώ τη μαλακία μου.

Ακόμα ένα ποτό. Και ξαφνικά νυστάζω γνήσια. Κλείνουν τα μάτια. Επιτέλους. Επιστρέφω στο κρεβάτι, δίπλα του.

Πάλι αγκαλιά. Αλλά τώρα τη θέλω. Εϊναι οκ. Κουταλάκι και ύπνος, θεέ είναι ψηλός τελικά.

Λίγο μετά ξυπνάω, ύπνο με αγκαλιά τέτοια δε θες πολύ, λίγο αρκεί να μη σκουριάσουν οι κλειδώσεις. Θέλω καφέ. Του φτιάχνω. Δε θέλει. Σκέφτομαι θα φύγει. Μιλάει ασταμάτητα στο τηλέφωνο.

Στην πόρτα φιλί. Έχω αμηχανία περιέργως. Λέω τα λέμε το βράδυ. Ευτυχώς το παίζει το παραμύθι, δε μου τη λέει, απαντάει απλά ναι. Ήταν ωραία. Πολύ. Μάλλον δε θυμάται. Ναι, λέω. Στο αφτί μουρμουρίζει, θέλω να χύνεις κάθε φορά όπως χτες. Τι λέει; Ναι, απαντάω. (σκέφτομαι, τέλεια, μπορεί να μπορούμε να είμαστε φίλοι που δίνουν όταν συναντιούνται μεθυσμένοι πεταχτά φιλιά, μα είναι τόσο κουλ και  ίντρεστινγκ γκάι, τι καλά δε θυμάται Χριστό).

_________

Η Λ. λέει ότι υπάρχουν άνθρωποι με λάισενς του κιλ, εγώ δεν το ‘χω, βγαίνει άτσαλα. Ξέρω τι εννοεί. Αλλά γελάω ένιγουει με την ατάκα. Και εκείνη έτσι ήταν. Μέχρι που ένιωσε την κάννη πάνω της. Όταν πήρε φίντμπακ. Και είδε ότι μπορεί τελικά και να έχανε και επέστρεψε έτσι την άδεια. Αλλά τότε λέει, δεν το καταλάβαινε. Έφευγε ευτυχισμένη. Ή μάλλον ικανοποιημένη. Μεγάλο δείπνο, γκράντε κινήσεις, πλουσιοπάροχα όλα, στιλάτα βράδια ρόλων,  μέχρι το σεξ και μετά φίου.

________

Ποτό αργά χτες βράδυ στην Καρύτση με Λ.. Πάλι. Σε τραπέζι έξω με τσιγάρα, μοχίτο και μπρουσκέτες. Κουρασμένη απο τον πανέξυπνο και ζόρικο εξάχρονο πιτσιρικά της (παρθένος, τι περιμένεις, λέει με αναστεναγμό), αλλά ευτυχισμένη. Με το ζόρι κρατάει τα μάτια της ανοιχτά, αλλά θέλει να ακούσει. Πες την εβδομάδα σου. Και μετά για διακοπές. Που θα πάμε. Θα πας και κάπου μόνη; Ίσως. Μπορεί για σερφ. Αλλά θα γίνω ρόμπα, έχω να κάνω χρόνια. Δεν ξέρω. Πονάνε και τα γόνατά μου, όποτε κάνω ποδήλατο, δεν είναι καλό σημάδι. Βασικά κωλώνω. Δε θυμάται να της μίλησα για σερφ ποτέ. Της λέω, αυτές τις μέρες το θυμήθηκα, το λαχτάρησα.  Φαίνεται. Με ρωτάει να της πω πότε ξεκίνησα. Της αρέσουν τα πανιά και οι σανίδες μες στη θάλασσα, αλλά βαριόταν λέει όταν πήγε στη Χρυσή Ακτή, μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι πανιά. Σούπερ, χαζογελάω.

Πρώτη γυμνασίου, Λ… Παραλία Γριάβα. Ελεύθερο κάμπινγκ με μαμά και μπαμπά και το Φολκσβάγκεν. Τρεις μήνες. Δίπλα οικογένεια γερμανών σε μπάνγκαλοου. Και βγαίνει την τρίτη μέρα με σανίδα του σερφ και πανί. Ξανθός, θεός, μακριά μαλλιά. Και μένω με την ίδια στάση, χωρίς ανάσα, ένα καλοκαίρι, καραούλι πότε θα βγει στα ανοιχτά να χαζεύω με τα κυάλια. Να μπαίνει στη θάλασσα για βουτιά με κωλοτούμπα. Με τη μικρή σανίδα του από την ξηρά σφαίρα. Να ακούει στο αμάξι συνέχεια ένα τραγούδι με ουυυυυυ στους στίχους και να το φωνάζει.

Ξέρω γερμανικά αλλά ντρέπομαι να μιλήσω. Κάποια στιγμή με παίρνει χαμπάρι, κάνει χαβαλέ με το πιτσιρίκι, μου δείχνει πως να ανέβω στη μικρή σανίδα, την τελευταία εβδομάδα. Πέφτω συνέχεια. Κάθε μέρα, ώρες. Ντρέπομαι να του πω οτι ξέρω γερμανικά. Μου μιλάει αγγλικά. Καταλαβαίνω τα μισά, αλλά δεν έχει καμία σημασία. Λιώνω.Έτσι θα μπαίνεις, απο την ακτή, μαγκιά, είναι τέλειος. Mast, boom, fin, u joint. Σοβαρός σα να μου δείχνει τα συστατικά του φατ μπόι. Fin is important, you go straight because of it. Otherwise you would go sideways.

Και έρχεται η μέρα που τα μαζεύουμε και φεύγουμε (και αφού στα κρυφά του έχω αφήσει κάτω απο την πόρτα του μπάνγκαλοου ραβασάκι. Hab’ dich lieb. Werde niemals vom Brett runtergehen. Δε θα κατέβω ποτέ απο τη σανίδα. Σ΄αγαπώ. Και μετά, επιστροφή στην πόλη. Κλάμα. Και τηλέφωνο στην ιντερέντ. Σας παρακαλώ πείτε μου σε ποιον έχει νοικιαστεί το κόκκινο Σαμουράι με αυτήν την πινακίδα. Και έκπληκτη, παίρνω ένα όνομα Στέφαν Ράαμπε. Μετά στο αεροδρόμιο. Σας παρακαλώ πείτε μου, πότε φεύγει ο Στέφαν Ράαμπε και για που. Εϊναι ανάγκη. Έχει μια μπάλα δική μου, να την πάρω, να προλάβω. Παιδική φωνή πείθει. Φεύγει αύριο για Μόναχο.

Το επόμενο ταξίδι στη Γερμανία με το μπαμπά και τη μαμά έρχεται λίγο μετά, με το Φολκσβάγκεν. Μόλις περνάμε τα σύνορα και μπαίνουμε Βαυαρία, στοπ. Και στην πάρκινγκ τρέχω στο θάλαμο, ανοίγω τον κατάλογο του κρατιδίου. Για να διαπιστώσω ότι το όνομα Raabe είναι λίγο Παπαδόπουλος, είκοσι σελίδες τηλέφωνα. Κλείνω τον τόμο και μαζί το κεφάλαιο.

Περνάνε χρόνια, πολλά. Εϊμαι δεκαοχτώ, στο κάμπινγκ μια οικογένεια γερμανών, πάλι. Ο γιος, ίδια ηλικία, φτυστός ο πιτσιρικάς της γαλάζιας λίμνης, τον λένε Μπεν, είναι ψηλός και κουκλί, με κατάξανθες μπουκλίτσες και για κάποιο λόγο όποτε κοιταζόμαστε τα χάνουμε. Ένα καλοκαίρι ακούμε Fugees και Beastie Boys, τους στίχους απέξω.  Βράδια στα κρυφά με το βεσπάκι στο μπαρ και ξημερώματα προσεκτικά, ζαλισμένοι πίσω, κρυφά μέσα στις εκ διαμέτρου αντίθετα στημένες σκηνές για ύπνο, με τη χήρα του κάμπινγκ να καθαρίζει με το νυχτικό τα ντουζ και να της κάνουμε σουτ με νόημα. Κάνει όλη μέρα σερφ. Με παίρνει μαζί. Και με τη σανίδα σε κολπίσκους δίπλα, μόνοι. Απίστευτο βασανιστικό σεξ ωρών και τρελή δίψα μετά, είμαστε κατάμαυροι και αλμύρα και όλα τέλεια, το πακέτο τσιγάρα μέσα στο μαγιό εκείνος, που δεν πέφτει στο νερό, να μη βραχεί. Και κάποια βράδια βουτιά και να κλέβουμε τις γερμανικές σημαίες απο τα αραγμένα ταχύπλοα, επειδή τον τσατίζουν.

Έλα να σπουδάσεις στην πόλη μου, μην πας Μόναχο, μα γιατί θέλεις Μόναχο, έλα Γκέτινγκεν. Και την τελευταία εβδομάδα των διακοπών κάνουμε μαζί τα χαρτιά μου. Για Γκέτινγκεν. Νομική. Γελάμε, θα είμαστε μαζί. Το επόμενο Πάσχα θα πάμε μαζί στην Αρλ για σερφ. Σχέδια.

Η Λ. ρωτάει αν κράτησε. Φυσικά όχι. Τέλειωσε ακριβώς έναν μήνα αφού μετακόμισα στο Γκέτινγκεν. Αλλά εντωμεταξύ είχαν αρχίσει τα μαθήματα, ήμουν φλωράκι μπακ δεν, μας τέλειωσε. Υπήρχε και ο Ντάνιελ στη σχολή. Ερωτευόμουν εύκολα τότε. Όχι όπως τώρα.

Και;

Και έναν μήνα πριν επιστρέψω μόνιμα Θεσσαλονίκη, έξι χρόνια μετά δηλαδή, σε ένα μπαρ με συμφοιτητές ξενέρωτους πίνουμε Ρίσλινγκ και τσιμπάμε τσιπς. Και ανοίγει η πόρτα. Στο ορκίζομαι, μου κόπηκε η ανάσα. Όπως την πρώτη φορά, δεκατέσσερα χρόνια πριν. Ήμουν σίγουρη. Αλλά φαινομενικά ήταν αδύνατο.

Φυσικά πήγα προς το μέρος του. Φυσικά ρώτησα. Μήπως σε λένε Στέφαν; Όχι. Λαρς.

Και δεν ήσουν ποτέ στην Σιθωνία; Δυο καλοκαίρια στα δεκαοχτώ μου, ναι, στο κάμπινγκ του Γριάβα για σερφ.

Του εξηγώ. Το κοριτσάκι με τα μαθήματα σερφ στα αγγλικά. Με το ξεφούσκωτο λάστιχο ποδηλάτου που μου έφτιαξε ένα απόγευμα. Που μιλούσε γερμανικά ήδη, αλλά και δεν.

Και;

Και αποδείχτηκε ότι εκείνος έμενε πάντα στο Γκέτινγκεν. Στέφαν ήταν ο θείος του που είχε στο όνομά του νοικιάσει το αμάξι. Εκείνος έμενε στο Μόναχο. Εκείνος πήρε και το ραβασάκι της πιτσιρίκας, το είχα σπρώξει κάτω απο τη χαραμάδα της λάθος πόρτας. Και αν και μη ξέροντας ποιος ήταν αυτός που το υπέγραφε, το είχε χρόνια στο πορτοφόλι του. Ήταν το μοναδικό, λέει, που είχε λάβει ποτέ.

Κατάλαβα ότι ο πλανήτης είναι κουμπότρυπα και όλα πιθανά. Μα όλα. Και δύσκολα μετανιώνω για οτιδήποτε (εντάξει, για ελάχιστα μαλακισμένα βράδια ίσως, που θα είχα περάσει καλύτερα μόνη χωρίς κενό και άσθμα). Αυτό. Δεν αρκεί;

(εντωμεταξύ ο ίντρεστινγκ γκάι στέλνει μεταμεσονύχτιο, σε θέλω, εγώ πάλι καθόλου, κρίμα να ξοδεύει την μπαρούφα σε λάθος αποδέκτη, αλλά άι τραστ ότι πέντε λεπτά μετά θα βρει τον σωστό, το ‘χει, με κάνει περήφανη)

Μισητή Λ. καθρέφτη. Με το ειρωνικό βλέμμα. Κόψε τις μαλακίες τότε. Και εκεί που ψοφάς (μη ψαρώνεις) και ειδικά εκεί που δεν ούτε για σάλιο (κάντην).

[Ξέρεις τι θέλω;  Μα τω Χριστώ, να με πάρει πάλι ένας απο το χέρι,  και το χέρι να πάει μόνο του, όπως στα μαθήματα με τη σανίδα που γλιστρούσε απο το αντιηλιακό. Χωρίς μπαρούφες και λάισενς και γκραντ τζέστιουρς στημένες, μπόρινγκ. Όλα τζαστ αμπάουτ αυθόρμητα, ούτε βεβιασμένα άδεια μύδια, ούτε πολύπλοκα. Της προκοπής, απλά.]

[Α, ναι. Και αυτό ήταν το τραγούδι με τα ουυυυυ στους στίχους που τραγουδούσε για εβδομάδες. και μου κόλλησε για κανά χρόνο]

fawcett68

fawcett74

fawcett73

fawcett77

fawcett233

Πάει και η τελευταία ξανθιά  των σέβεντις με ενδιαφέρον.

Που φυσικά και δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ όπως έπρεπε (Jill Munroe / Charlie’s Angel’s) ούτε έδωσε πολύ παραπάνω απο μερικά λεπτά διασκέδασης στα -κλεισμένα στο μπάνιο- Αμερικανάκια μιας ολόκληρης γενιάς της Κλεραζίλ, μέσα από σελίδες ενός περιοδικού (ρεκόρ πωλήσεων του Playboy, 4 εκ. τεύχη, με εξώφυλλο εκείνη).

Αλλά είχε κάτι αυτή η Farrah Fawcett. Ίσως επειδή το πρόσωπό της -εν αντιθέσει με το σίγουρο και αλαζονικό σώμα της-  δε μπορούσε να αποφασίσει αν ήθελε να έχει την παγωμάρα της Kelly ή το κόκκινο της Monroe. Γιατί μαζί τους μεγάλωσε. No doubt.

Φάτε στη μάπα Lindsay Lohan τώρα.

lipgloss-pulp-10646

»

me bales k akouw pulp autes tis meres, afou eksantlisa to different class apo proxtes molis katebasa to his n hers pou to xa se kasseta k guess what: to razzmatazz sou leei itan mono single! ame ame, den yparxei se kanoniko album mesa!! -de to ksera / thimomoun. pros to sk me blepw na katebazw k to this is hardcore pou de to xa pote k se kamia morfi.

ade kissess

ps: k i wraia eikona tou mesimeriou pou mou rthe k anapolisa einai: tote pou tha xe bgei to his n hers k to xa se kasseta ap ta panepistimia ekeini tin periodo loipon mesimeri gyrnaw spiti mesimeri me to triari k einai mia kopela k kathetai stis mprosta theseis k einai omorfi k kastani kses -ekeina ta xronia :P- k exei sakoula apo to noize isws k mesa diakrinw to ekswfilo apo to lipgloss me to kragion k auto den exei allo, mou rthe twra filia -apla tote kses, mia omorfi kopela 15-16 me to vinilio to lipgloss itan kati 😀

«

Cigarette

Ιούλιος 1993.

Ο Γ. είναι μεγάλος έρωτας. Kατάξανθος με γαλάζια μάτια, βέρι Μακουήν, όλα τα κορίτσια τρέχουν πίσω του, βαράνε σκοπιά να τον δουν να περνά, του γράφουν γράμματα, καραούλι για μια του λέξη, απίστευτα ανόητα κορίτσια. Αγαπιόμαστε πολύ. Είναι ο αδερφός που θέλω να έχω, έναν χρόνο μεγαλύτερος και εντελώς Μαγκάιβερ. Μοιραζόμαστε ίδιο αίμα. Δυο εβδομάδες, όπως κάθε καλοκαίρι στο χωριό μαζί. Μέσα στα χωράφια, τους βάλτους, να κάνουμε σουβλάκι με βατράχια περνώντας τα απο καλάμια τεράστια, ποιος θα προλάβει πιο γρήγορα, νικητής, με ποδήλατο ή χωρίς. Καμιά φορά με κλεμμένο μηχανάκι, μου μαθαίνει να κάνω σούζα, να φρενάρω και να σηκώνεται η πίσω ρόδα. Όποτε πέφτω με σηκώνει. Εκείνος δεν πέφτει ποτέ. Μαυρισμένοι σαν τσιγγάνοι με μονίμως σκασμένα χείλια και πόδια γδαρμένα.

Προτελευταίο βράδυ, μεσάνυχτα, και «μόλις κοιμηθούν όλοι πάμε στην πόλη, με το ποδήλατο, θα οδηγώ εγώ που έχω δύναμη, εσύ κάτσε στο τιμόνι, αλλά να είμαστε ντυμένοι κάτω απο τα σεντόνια, έτοιμοι και θα γυρίσουμε πριν την αυγή, πριν ξυπνήσουν».

Κριάρι Πεζό και πονάει το τιμόνι στον πισινό, αλλά φεύγουμε, σκοτάδι, δε βλέπουμε τίποτε, περνάμε μέσα απο το χωριό, χωράφια, βγαίνουμε στον κεντρικό, ακούραστος κάνει πεντάλ. Λίγα μέτρα πριν το μεγάλο κλαμπ το κρύβουμε πίσω απο τους θάμνους, προσεκτικά, να μη φαίνεται. Σιάχνω το φόρεμα, σκουπίζει το μέτωπο. Βλέπει το φόρεμα, είναι με μανίκια. Κάνει κρατς και σκίζει τα μανίκια. «Καλύτερα».

Παίρνει το χέρι μου και το βάζει στην τσέπη του, λίγο πριν μπούμε μέσα. Ένα πακέτο Κορντίνα.  «Έχω και αναπτήρα και ένα πεντοχίλιαρο».

Παραγγέλνουμε Β52 γιατί ακούγεται μαγκιόρικο. Ανάβει ένα, ενώ εγώ παλεύω με τον αέρα, το γκρι φουστάνι, τα μαλλιά, το λιποζάν. Όλες φοράνε γόβες μυτερές, εγώ σουπέργκα πάνινα, έχουν και ροδιές επάνω. Πρώτη τζούρα και ζάλη.  Τη δεύτερη την βγάζω φέικ. Καλύτερα έτσι. Παίζω με τα μαλλιά όπως τα πολύχρωμα κορίτσια γύρω. Στέκομαι όπως εκείνες. Προσπαθώ. Με σκουντάει να σταματήσω, «βλακείες», λέει. Στην τουαλέτα δίπλα σε εκείνη που βάζει κόκκινο κραγιόν, ρίχνω νερό στα μαλλιά να τα κολλήσω κάπως πίσω, με το ένα κορδόνι απο τα παπούτσια τα πιάνω, όπως η Σαντέ. Νομίζω πως είμαι ίδια.

Ως τις πέντε έχουμε πιει απο δυο Β52, έχουμε κόκκινα μάτια, μου δείχνει πως να το σβήνω με το παπούτσι, χωρίς να λερώσω τη μύτη ή να το κάνω νιανιά. Το πακέτο τελειώνει. Και πάμε να φύγουμε γρήγορα, ξημερώνει. Βιάσου.

Στην έξοδο ο μεγάλος αδερφός Ν. με γκόμενα κρυφή, δεν είναι η Ρ.,  με εξώπλατο φόρεμα, χάλια πρόσωπο, είναι πιο άσχημη απο τη Ρ., μα είναι χαζός, αλλά έχει τέλεια πόδια με ένα ενδιαφέρον σημάδι και πεθαίνω τελικά για σημάδια στο σώμα, που προσπαθείς να φανταστείς πως έγιναν και πάντα το σενάριο είναι καλύτερο, και ντροπή. Σημάδι με το δάχτυλο στα χείλια «σουτ». Όλοι ταυτόχρονα. Και γέλια.  «Εμείς, να, ξέρεις, δεν».

_______________________

Ιούνιος 1995.

Η Φ. είναι το πιο κουλ κορίτσι του σχολείου. Φοράει περφέκτο το χειμώνα και δε βγάζει ποτέ τα τζιν. Η μαμά της, της αγοράζει Τίμπερλαντ, τα λέει «φώκιες » και τα κρύβει στη ντουλάπα. Καπνίζει συνέχεια στα κρυφά, πίσω στη γωνία, τη βλέπω, με ενδιαφέρει πολύ. Έχει μαλλιά σαν της Μία Γουάλας. Βρωμόστομα και φακίδες. Όταν μιλάει κουνάει τον δείκτη. Εγώ υπακούω, σχεδόν. Πίσω στη γωνία, μου δίνει ένα Ντάβιντοφ σκούρο. Διαβάζει Κέρουακ, εγώ Μαν, ακούει Νιρβάνα και Τσίλι Πέπερς, εγώ Στέρεο Εμσίζ. Το επόμενο Σαββατοκύριακο, μου λέει να πάμε με το λεωφορείο της γραμμής στο ξενοδοχείο της γιαγιάς της, στην Αγία Τριάδα, πρώτο στη θάλασσα. Νεκρή σεζόν και με δικό μας δωμάτιο, σαν πελάτες.

Ένα βράδυ κάφτρες στο σκοτάδι, πεινάω πολύ, αλλά δεν κάνει να φάμε τίποτε λέει γιατί αύριο θα βάλει μαγιό, περίεργο, γιατί να μη φάει, αναρωτιέμαι, φοράει δαντελωτά μαύρα στρινγκ, μα πως μπορεί, τελείως άβολα, φυσικά κοροιδεύει τα δικά μου βαμβακερά λευκά κάλβιν που είναι αγορίστικα (μου έφερε η θεία μια ντουζίνα απο Αμερική μπερδεύοντας τα κουτιά ή τα ανίψια), έλεος λέει, με μπερδεύει κι άλλο επειδή θυμάται περίεργους στίχους απέξω, δεν καταλαβαίνω πολλά, μόνο ότι θέλω να είμαι έτσι, πολύ κουλ, θέλει κι αυτή βέσπα, της υπόσχομαι μαθήματα, τα έχει με τον Μιχάλη που κάνουν συ-νέ-χει-α μαζί κοπάνα στο απέναντι καφέ και πίνουν σκέτους φραπέ και κάνουν συ-νέ-χει-α παιχνίδι (που οδηγεί ένα Πασάτ), εγώ με τον Κώστα που καμιά φορά κάνουμε κοπάνα μαζί, πηγαίνουμε στον Μπαξέ  και μ’ ανεβάζει στη σανίδα όταν η θάλασσα είναι λάδι  (και οδηγεί ένα Σαμουράι που μυρίζει Μπανάνα Μπόουτ αντιηλιακό), είναι φίλοι, πόσο βολικό. Θέλει να κάνει σεξ μαζί του, στρώνει σχέδιο. Εσύ θα πεις ότι είσαι σε μένα, εγώ σε σένα. Και οι δυο θα βρεθούμε εκεί. Χαζή, θα είναι εύκολο, εσύ στο δίπλα δωμάτιο. Μαζί. Αυτό θα είναι κουλ. Με πείθει. Να τελειώνουμε με αυτό. Γιατί μετά θέλει τον Χ. και να ξέρει όσα πρέπει.

Η γιαγιά σιγοπερπατά, τσεκάρει, αλλά είναι ημίτυφλη, δε βλέπει τις κάφτρες ούτε το κλεμμένο μπουκάλι Τζιμ Μπιμ. Η Φ. δε θέλει ύπνο αγκαλιά, εγώ θέλω, με σπρώχνει πιο εκεί, δεν είμαστε μωρά, αυτό δεν είναι κουλ.

Την επομένη ήλιος και η Φ. βαμπίρ στη σκιά. Μόνη στη θάλασσα.

Και τρεις νύχτες μετά η σκέψη στο δίπλα δωμάτιο. Χορογραφημένα όλα, κάθε κίνηση. Θα του πω, θα μου πει, θα κάνει, θα ράνει, εγώ. Εκείνη όμως το κάνει; Απορία. Και δεν ακούγεται τίποτε, μόνο Τζέιμς απο το φορητό στο δίπλα δωμάτιο. Ολ μεσντ απ. Ακολουθεί το σχέδιο;

Φιλιά πολύ νόστιμα με γεύση πεπόνι, αστεία χάδια, ναι εκεί,  σκέφτομαι ασταμάτητα, μη φεύγεις απο εκεί, γουάου ξέρει ότι εκεί,  έφυγες όμως, γαμώτο μη σκέφτεσαι τίποτα, σκέφτομαι, και τώρα πότε θα τελειώσει, εντάξει σε λάθος μέρος είναι τα χέρια σου πια, οκέι, περίπου βαρετό. Μετά απορημένη θέλω τσιγάρο. Όπως στις ταινίες. Αλλά δε μ’ αφήνει. Παίρνει το πακέτο και το πετάει. Πρέπει να περιμένω την Φ. να βγει, να πάρω ένα απο τα δικά της, θυμώνω. Λίγο.

Μετά, το έκανες; Το έκανα. Και σιγά. Αλλά μη το πεις σε κανέναν.  Και εκείνη απρόσμενα, (μη κουλ) δάκρυα. Μα. Εκείνη δεν.

_______________________

Δεκέμβριος 1995.

Κρύβω το δικό μου πακέτο Μουράτι όποτε γυρίζω απο το φροντιστήριο στο μεταλλικό κουτί κάτω απο τα γραμματοκιβώτια, πίσω απο τα παλιά κιτρινισμένα διαφημιστικά που το συνεργείο δε λέει να καθαρίσει και δεν πιάνει απο τη λίγδα κανείς. Ο Σ. μόνο ξέρει που είναι, σε περίπτωση που ξεμείνει από Πρινς. Κάθε απόγευμα ραντεβού κάτω και ένα στην υπόγεια σκάλα στα όρθια και κρυφά. Καμιά φορά και δυο απανωτά. Αυτά. Γκόμενα; Όχι. Γκόμενος; Όχι. Δίνεις μάθημα; Και ήσυχα, έρχεται ο κυρ Μιχάλης. Αν χαλάσει το ασανσέρ, εδώ θα έρθουν, φακ, θα μας δουν, θα μυρίσουν τον καπνό, πρέπει αλλού. Κι αν πάρει η δικιά σου τη δικιά μου και μιλήσουν; Αν δει οτι δεν είμαστε σε κανένα απο τα δυο σπίτια; Θα ανοίξουν τις εξώπορτες. Φακ. Διπλό φακ. Και φιλί πεταχτό στα χείλια τσιγαρένιο, ραντεβού αύριο. Μ’ αγαπάς ε; Ναι, elefant shoe. Αλλά εκείνες να που ποτέ δεν.

__________________________

pict0017

Της μαύρης πέτρας πάντα. Και να μου λείπει.

Και αυτός (ο πορτοκαλής παππούς) και όλα. Όλα όπως κάποτε ήταν.

Εγώ όπως κάποτε ήμουνα.

Γιατί δε γράφεις πια στο μπλογκ, ρώτησε η Λ.. Γιατί έχω εσάς. Δε νιου φάμιλι. Γιατί όλη μέρα γράφω κι όταν δε γράφω μιλάω, μου έλειψε λίγο η σιωπή.  Γιατί βλέπω την άδεια σελίδα και κολλάω. Πώς στο διάλο θα γεμίσει. Κάθε μέρα αυτό το άγχος, πώς στο διάλο θα γεμίσει αυτό και εκείνο, όλα.

Έχεις άλυτα, μου λέει, μέσα σου. Να γράφεις, να βγούνε έξω. Να πάρουν μορφή και να τα δεις γι’ αυτό που είναι και τίποτε παραπάνω.

Λέει.

Και σκέφτομαι ξανά μετά απο πολύ καιρό, ότι ξέρω τι είμαι, όπως ξέρω και τι είναι αυτά.

Ούτε καλή ούτε κακιά, ούτε ειλικρινής ούτε ψεύτρα. Επιπόλαιη και σίφουνας, το είπε και ο Μ. και ο Γ., όταν θέλω τα δίνω όλα και όταν δεν, ούτε σκόνη, αγαπάω και μισώ, ημίτρελη όταν το επιλέγω, δένομαι με πράγματα πιο πολύ απο ότι με ανθρώπους, εκτός αν προσπαθήσουν πια. Καμιά φορά νομίζω πως έχω τίτλους ιδιοκτησίας που είναι άφαντοι.  Καμία σχέση με ρολόι και κάθε με ρόδες.  Κουρασμένη απο τα ίδια και θέλοντας ταυτόχρονα κι άλλο.

Στο σημείο που πάντα ήθελα να είμαι, όμως κάπως αλλιώς, χρόνια πριν.

Όχι πια ερωτευμένη, αν και υπάρχει ένας συγκεκριμένος που μπορεί να με κάνει μέσα σε λεπτά. Αλλά το ελέγχω.

Όλα τα ελέγχω.

Ξέρω ποιο παντελόνι δείχνει τον πισινό μου τέλειο, ποιες γόβες μπορώ να περπατήσω σα να γεννήθηκα με αυτές, ποιο φόρεμα είναι ιδανικό για οτιδήποτε πρέπει, όταν πρέπει, που δε θέλω τα πρέπει, αλλά καμια φορά δε μπορώ να κάνω αλλιώς.

Ξέρω πως αν πιω 4 βότκες θα αφήσω να με αγγίξουν, μέσα ή έξω. Στις 5 δε θα το νιώσω καν, ίδερ γουέι.

Συνήθως είναι 3.

Γιατί μου αρέσει να ξυπνάω μόνη και να έχει ησυχία με τον πρώτο καφέ. Και το φοβάμαι. Ελεγχόμενο και αυτό.

Τρώω όσα βγάζω και τίποτε λιγότερο, απο ένα ιδιόμορφο σύμπλεγμα. Επειδή  έμαθα να εκτιμώ το χρήμα και ακόμη περισσότερο την έλλειψή του.

Φοβάμαι για τη δουλειά μου,  τα κεκτημένα μου, πως μια μέρα θα ξυπνήσω και όλα θα είναι πραγματικά για πάντα ίδια και την άλλη βραδιά ο ίδιος εφιάλτης αλλιώς, ότι όλα θα λείπουν και τρομάζω το ίδιο.

Κατά βάθος είμαι ακόμη εκείνη η πιτσιρίκα που δεν έμαθε να ζητάει, γιατί δεν έπρεπε και όταν της βγήκε, της βγήκε με φόρα και άτσαλα και έκτοτε δε μπορεί να σταματήσει. Αυτή που θέλει να κάνει τατού μια ζυγαριά και να έχει σημασία, μόνο που η ζυγαριά θα είναι μια μικρή καρδιά. Γιατί το να είσαι δίκαιος είναι τελικά ίσο του να εμπιστεύεσαι και να νιώθεις περηφάνεια, άρα να αγαπάς.

Εσένα με τα σκατά σου και τους άλλους με τα δικά τους. Και έναν για πολύ καιρό, γιατί δε μπορείς αλλιώς, ψιλοελεγχόμενο.

Πλένω με μαλακτικό με άρωμα πράσινου μήλου γιατί θυμίζει γιαγιά. Λούζω τα μαλλιά κάθε μέρα γιατί έλεγε πως αν είναι να σε πατήσει αυτοκίνητο, δε θα προλάβεις να τραβηχτείς, θα γίνεις χάλια, αλλά τουλάχιστον θα έχεις λαμπερή και καθαρή κόμμωση. Εκείνη έφυγε, δε χρησιμοποιούμε πια συχνά την λέξη «κόμμωση» ,αλλά υποθέτω πως όπου είναι, έχει υπέροχα μαύρα κοντά μαλλιά.

Έχω έναν σκύλο που λατρεύω γιατί μ αγαπάει γατίσια, με νάζι και ζήλειες και καθόλου παρακάλι. Επίσης έχω όλα τα διαθέσιμα οιδιπόδεια με τον όμορφο μπαμπά και νιώθοντας όλη την εξαιρετική ζηλιοαγάπη της μαμάς. Προσπαθώντας να αποφύγω τα πατήματά τους και κάνοντας τελικά ακριβώς τα ίδια. Με τόση στεντ μπάι αγάπη μέσα που καμιά φορά γίνεται παράνοια και μπαλόνι να σκάσει στα μούτρα του κάθε ταλαίπωρου. Και αυτό συνήθως ελεγχόμενο.

Είμαι ακόμα αυτή που δε μπορεί να κάψει γέφυρες, αλλά το κάνει με επιτυχία, όταν το ύφασμα γίνει σι θρου και αρχίσει να μπάζει. Αλλά τέλειωσε με αυτό, αρκετά αποκαίδια για μια ζωή. Και αποχαιρετισμοί και όλα, τέτοια κούραση.

Πίνω 3 καφέδες το πρωί. Ελληνικούς μέτριους ή εσπρέσσο σκέτους. Γιατί ο γαλλικός θυμίζει σπίτι και δεν θέλω σκέψεις το πρωί.

Με αγορίστικες συνήθειες (κυνηγός που ντεμέκ πρέπει να είναι θύμα, αλλά δε μπορεί να σταματήσει να κυνηγάει, hunter, τι ωραία λέξη είπε ο Κ.), -λάθος σώμα- και ταυτόχρονα με όλα τα γυναικεία κλισέ μαζεμένα, και λατρεμένα, όσο τα λευκά κεριά με τις ευχές και η ψαρόσουπα.

Το αγαπημένο μου νούμερο είναι το 6 και το ανάποδό του, το 9.

Μικρή διάβαζα μεγαλίστικες αδύνατες ιστορίες που με μάγευαν.Τις μπόλιασα μέσα για τα καλά.  Η Λ. λέει ότι είμαι η καλύτερη σαμποτέρ. Γεννημένη καμικάζι, αλλά  καίω μόνο πιθανότητες. Άρα πέτυχα, άι σαπόουζ.

Τώρα διαβάζω παραμύθια πριν κοιμηθώ. Κέλτικα. Που ξέρεις το τέλος απο την δεύτερη σελίδα. Και είναι μελωμένο και ωραίο, κι όταν δεν είναι, τότε τουλάχιστον παίζει κατάρα, οπότε ελεγχόμενο από το είδος των «δε γίνεται αλλιώς» που επίσης με τσάτιζαν και άρα με μάγευαν.

Δέθηκα με 2 άντρες πολύ, με 2 άλλους έκανα πολύ προσπάθεια για να, και το ‘χασα κυριολεκτικά για 1 που όλα. Οι υπόλοιποι της λίστας αόρατοι. Α ναι, έγινα φίλη με άλλους 2. Τελικά. Πιο ψεύτικο κι απο μαργαριτάρι μαύρο στην Ερμού, αλλά αναγκαίο. Νομίζω πως ήμουνα κάτι για 4, αλλά πάλι, ίσως και όχι κάτι φοβερό. Ρούφηξα αγάπη σαν βαμπίρ όταν δεν την ένιωθα και την έδωσα όταν δεν την βρήκα. Αλλά και αυτό κρύβει μια περίεργη ισορροπία.

Δίνω πάντα 5 ευρώ στα φανάρια σε αυτούς που θέλουν να καθαρίσουν το παρμπρίζ απο ντροπή κι αν βρω κέρμα στον δρόμο και είναι γυρισμένο με το κεφάλι προς τα πάνω, το παίρνω για γούρι και χαίρομαι 2 μέρες. Ειδάλλως το γυρίζω να το βρει έτσι κάποιος άλλος με το ίδιο κόλλημα. Και να γίνει τυχερό.

Αγαπάω το πορτοκαλί και το γκρι.Και το γαλάζιο. Το μαύρο το φοράω, είναι μη χρώμα, υποταγή.

Φυσικά δεν ελέγχω επιτυχώς σχεδόν τίποτα. Αλλά έχει πλάκα να προσπαθώ καμιά φορά.

Νιώθω ευγνωμοσύνη και την ανάγκη να πω ευχαριστώ σε 2 πρώην διευθυντές, αλλά δεν θα το κάνω ποτέ, γιατί δεν είναι κουλ, επίσης ήταν και κατά τα άλλα γκράντε μαλάκες, ως άντρες. Οπότε δε θα το νιώσουν. Κάτι που επίσης κάνει εμένα γκράντε μαλάκα που το λέω, αλλά ιτ ιζ οκέι.

Χαστούκισα στη ζωή μου μια φορά έναν άντρα και μια γυναίκα. Ξεχωριστά και διαδοχικά, για διαφορετικούς λόγους. Δεν κέρδισα τίποτε. Αλλά το ευχαριστήθηκα.

Ναι, επίσης δεν ξέρω ακόμη, αν θα προλάβω.  Και ξέρω πως μόνο 1 (εκεί έξω κάπου) ξέρει ακριβώς τι εννοώ με αυτό.

Πέρασα 30 χρόνια να αλλάξω αυτά ακριβώς. Για να καταλήξω ότι έτσι είναι και όχι αλλιώς και τελικά είναι οκέι.

Θα περάσω υποθέτω τα χ+30  επόμενα αναζητώντας ότι μπορεί να άφησα εκτός υπολογισμού ή φοβούμενη για όσα μπορεί να τελειώσουν. Ενδόμυχα, δε θα το παραδεχτώ ποτέ.

Με το θέλω πάντα πιο βαρύ απο το πρέπει, και λιγότερο από το όμως.  Ιτ ιζ οκέι. Όσο υπάρχουν κάποιοι που 30 λεπτά μετά θα είναι ακόμη εκεί. Αν το μόνο που μου έχει μείνει σε έλεγχο είναι ο χρόνος και πως να αργήσω για να πω ότι άξιζε πιο πολύ. So be it.